15

159 5 1
                                    


Τα μάτια μου ήταν πρησμένα και γεμάτα δάκρυα.

Ήμουν ευγνώμων για την πετσέτα.

Μου έδινε ένα είδος προστασίας και αξιοπρέπειας. Είναι τόσο ταπεινωτικό να είμαι ολόγυμνη μπροστά του ή μπροστά σε οποιοδήποτε άνθρωπο.

Το όνομα του στροβηλίστηκε στο μυαλό μου.

Τον είχα γνωρίσει ξανά πριν;

Ήθελα να τον ρωτήσω τόσα πράγματα. Έπρεπε να τον ρωτήσω,
να συλλέξω πληροφορίες.

«Λοιπον τι λες; Να σε γαμήσω τώρα επιτόπου;»

Η καρδιά μου σφυροκοπούσε, δεν
θα μπορούσα να ξεφύγω από αυτό. Ήμουν ήδη στον τοίχο στριμωγμένη.

Τον κοίταξα και αναστέναξα.

Όσο και να έκλαιγα ή να εκληπαρούσα δεν τον ενδιέφερε καθόλου, θα έκανε αυτό που επιθυμούσε.

Σκούπισε τα δάκρυα μου και με πήρε αγκαλιά.

«Όλο κλαις μωρό μου»

«Άφησε με»

Είπα άγρια αλλά αυτός με έσφιξε πάνω του.

«Ηρέμησε μωρό μου, εγώ είμαι εδώ»

Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα ελεύθερη, δεν προσπάθησα να αντισταθώ, δεν ήθελα άλλο πια.

Δεν με κρατούσε αυτός αλλά ο Άλεξ, ήμουν στην δική του αγκαλιά.

Πάντοτε με αγκάλιαζε ο Άλεξ, ειδικά όταν το εσκαγα από το σπίτι μετά από ένα ανελέητο ξυλοκόπημα.

Πάντοτε με παρηγορούσε, μου χάιδευε τα μαλλιά και μου έκανε
υποσχέσεις πως θα με βγάλει από
την καθημερινή κόλαση που ζούσα. Πολλές φορές χανόμουνα στις υποσχέσεις του και έμπλεκα τα χείλη μου στα δικά του.

Ήταν σαν τον ήρωα που ερχόταν
να με σώσει από τον σκληρό, κρύο
κόσμο αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση μου γιατί δεν ήταν ταινία φαντασίας.

Στην πραγματικότητα κανείς δεν γλιτώνει, κανείς στην κατάσταση μου δεν αγγίζει την ευτυχία.

Τα ένα του χέρι διέτρεξε την πλάτη μου αργά και γεμάτα φροντίδα. Ο Άλεξ ήτανε ο μοναδικός άνθρωπος που είχε σταθεί δίπλα μου.

Έκλαιγα πάνω στο στήθος του. Το χέρι του κατευθύνθηκε από την πλάτη μου στα μαλλιά μου σε μια προσπάθεια να με παρηγορήσει.

Τα χέρια μου τυλίχθηκαν γύρω του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που εγώ και
ο Άλεξ είχαμε έρθει κοντά. Πάντα ζήλευα την κοπέλα που θα τον έχει.
Ήταν τόσο προσγειωμένος και καλόκαρδος.

Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου φοβούμενη μήπως φύγει.

«Πάμε να φας κάτι»

«Όχι ακόμα Άλεξ»

Ξαφνικά κόλλησε τα χέρια μου πάνω στο κεφάλι μου και με το άλλο του σήκωσε το σαγόνι μου ψηλά ώστε να τον κοιτάζω στα μάτια.

Τότε με χτύπησε.. δεν ήταν ο Άλεξ.

Ένα κύμα φόβου με διέτρεξε.

«Ο Άλεξ είναι ένας μαλάκας, σε χρησιμοποιεί για το σώμα σου»

Πήρα μια ανάσα.

Μακάρι να ήταν ο Άλεξ εδώ. Αυτός θα με παρηγορούσε, θα με άφηνε στην αγκαλιά του όση ώρα ήθελα.

«Εσύ είσαι μαλάκας»

Είπα σιγανά αλλά γεμάτη δηλητήριο.

Αντί να με χτυπήσει ή να μου φωνάξει με φίλησε με λαχτάρα.















Άννα Where stories live. Discover now