Έσπρωξα την βαριά,ξύλινη πόρτα της ταβέρνας του Σαπιοδόντη και έγινα ένα με τον πανικό που επικρατούσε εκεί μέσα. Ο αέρας στο χώρο ήταν ανυπόφορος και μετά βίας κατάφερα να μην λιποθυμήσω από την δυσοσμία, σταματώντας να αναπνέω από την μύτη και παίρνοντας βαθιές ανάσες από το στόμα. Τα τραπέζια είχαν καλυφθεί από άδεια ποτήρια μπύρας και οι καρέκλες,αν όχι σπασμένες ή ματωμένες, φιλοξενούσαν τα βαριά σώματα πειρατών, κάθε είδους κλέφτη ή δολοφόνου, πικραμένων αντρών ή παρατημένων από τις γυναίκες τους, φτωχών που δεν έχουν που να μείνουν και καπετάνιους πειρατικών καραβιών, όπως τον Ματωμένο Τζάκ. Τον οποίο έψαχνα και για αυτόν είχα χωθεί μέσα σε αυτή την σιχαμένη τρύπα.
Την στιγμή που άνοιξα εκείνη την πόρτα, τα μάτια πολλών στράφηκαν πάνω μου. Κοίταξα λίγο γύρω μου και προσπάθησα να εντοπίσω τον Ματωμένο Τζάκ, αποφεύγοντας να πετύχω το βλέμμα κανενός από τους παρευρισκόμενους. Δεν είχα την όρεξη για καυγά. Καθώς προχωρούσα, έβγαλα τη μαύρη κάπα από πάνω μου και την στήριξα στο χέρι μου, αφήνοντας τα ως τον ώμο καστανόξανθα μαλλιά μου να χυθούν γύρω από το λαιμό μου. Ακούμπησα με τα δάχτυλά μου την τσέπη του δερμάτινου κορσέ που φορούσα για να σιγουρευτώ ότι το αντικείμενο που είχα να παραδώσω ήταν ακόμη εκεί. Όλες οι φωνές,η μουσική και τα άγρια γέλια είχαν σταματήσει και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο θόρυβος που έκαναν οι μπότες μου στο ξύλινο πάτωμα καθώς περπατούσα. Ήταν και εκείνο το αίσθημα που έχει κανείς όταν κάποιος τον παρακολουθεί έντονα, που με έκανε να ανατριχιάζω και ασυναίσθητα, με το ελεύθερό μου χέρι ακούμπησα το θηκάρι του στιλέτου μου και με το άλλο έσφιξα την καλύπτρα του αριστερού μου ματιού.
«Γκάροου! Δεν σε πληρώνω για να κάθεσαι!» ούρλιαξε ο ταβερνιάρης στον μουσικό που καθόταν με το λαούτο στα χέρια.
Ο Γκάροου μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του, έφτιαξε τα λιγδιασμένα μαλλιά του και άρχισε να παίζει μουσική. Ευθύς ένα βάρος έφυγε από πάνω μου, όταν ο χαμός ξέσπασε γύρω μου και κανείς δεν έμεινε να με κοιτά, εκτός από μερικούς περίεργους που απλώς ήθελαν να με χαζέψουν μιας και καμιά γυναίκα δεν μπαίνει ποτέ σε τέτοιες ταβέρνες. Εκτός και αν είναι πληρωμένη δολοφόνος με ένα μάτι. Έτσι αποτελούσα την εξαίρεση, αφού οι ταβέρνες είχαν γίνει σπίτι για μένα.
«Αααααα.....Αλιάνα !!!» ακούστηκε μια φωνή στα δεξιά μου.
Γύρισα να δω ποιος ήταν. Το βλέμμα μου συνάντησε ένα αποκρουστικό θέαμα. Έναν μεσήλικο, σχεδόν φαλακρό άντρα με ένα ηλίθιο χαμόγελο καρφωμένο στο παραμορφωμένο από τις ουλές πρόσωπό του. Του έλειπαν αρκετά δόντια και όσα είχαν μείνει ακόμη, ήταν σάπια και ανέδιδαν μια δυσωδία που ήταν ικανή να σκοτώσει περισσότερα άτομα από την πανούκλα. Αριστερά και δεξιά του κάθονταν δύο άλλοι άντρες που στο βλέμμα τους μπορούσες να δεις τον ίδιο τον θάνατο. Τουλάχιστον είχαμε κάτι κοινό.
BẠN ĐANG ĐỌC
H Νεκροφιλημένη
Viễn tưởngΤα Βασίλεια των Αρχαίων δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Στον κόσμο του Ελάριον επικρατεί ο πανικός και ο φόβος: Σκοτεινές δυνάμεις αποζητούν ξανά την καταστροφή των Βασιλείων και την κατοχύρωση του θρόνου τους μετά τους καταραμένους αιώνες. Η μοίρα...