Ξύπνησα με το κεφάλι μου κολλημένο στο ξύλινο έδαφος. Η στάχτη και η μυρωδιά της φωτιάς έτσουζαν τα μάτια μου και έπνιγαν τους πνεύμονές μου. Στηρίχθηκα στα χέρια μου και προσπάθησα να διώξω τη θολούρα από τα μάτια μου. Τα μάτια μου... αμέσως ενστικτωδώς έφερα την παλάμη μου στο αριστερό μου μάτι. Η καλύπτρα έλειπε.
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και προσπαθούσε να ξεπεράσει τον θόρυβο της φωτιάς. Που βρισκόμουν; Κοίταξα γύρω μου βιαστικά μα ακόμη δεν έβλεπα καλά. Σηκώθηκα όρθια με δυσκολία. Πώς βρέθηκα εδώ; Πριν μαυρίσουν όλα βρισκόμουν στη μικρή μου φυλακή. Ουρλιαχτά και φωνές έρχονταν από έξω. Έκανα ένα βήμα πίσω για να πέσω πάλι στο έδαφος σκοντάφτοντας πάνω σε κάτι βαρύ. Έτριψα τα μάτια μου δυνατά. Τα άνοιξα και δεν κατάφερα να κρατήσω μια απελπισμένη κραυγή. Μπροστά στα μάτια μου κειτόταν ο πατέρας μου. Ακίνητος. Νεκρός, με τα μάτια του στραμμένα σε εμένα, τον λαιμό του γυρισμένο σε αφύσικη γωνία και σφαγμένο.
«Όχι....όχι, όχι, όχι...» μουρμούρισα γρήγορα και έφερα τα τρεμάμενα χέρια μου μπροστά μου, πλησιάζοντας το νεκρό του σώμα. Τα τρεμάμενα, γεμάτα αίμα χέρια μου. Σύρθηκα προς τα πίσω γρήγορα. Δεν μπορεί. Δεν το έκανα εγώ αυτό. Είμαι κλειδωμένη στο δωμάτιο, δεν βγήκα από εκεί. Έκλεισα τα μάτια μου, προσπαθώντας να φύγω από αυτόν τον εφιάλτη. Μα μια λεπτή φωνή, γεμάτη παράπονο και λειψή ανάσα με ανάγκασε να ξυπνήσω στον ίδιο εφιάλτη.
Έστριψα στα δεξιά και είδα την Σαμάλ να σέρνει με κόπο το κορμί της προς ένα άλλο μικρό κουφάρι. Την Καλίμ. Την μικρή, γλυκιά Καλίμ. Την αδελφή μου.
Οι ανάσες μου έγιναν πιο βίαιες, πιο γρήγορες και πιο τακτές. Ήθελα να ουρλιάξω μα δεν μπορούσα. Ήθελα να μιλήσω, να την βοηθήσω μα δεν μπορούσα. Η Σαμάλ άφησε το κεφάλι της να πέσει στο πλάι και με κοίταξε με δακρυσμένα μάτια.
«Γιατί;» ρώτησε στη γλώσσα μου πριν ένας μεγάλος καιόμενος πάσσαλος πέσει επάνω της και την αποτελειώσει. Η άλλη άκρη του μεγάλου ξύλου έθαψε από κάτω της το μικρό κορμάκι της Καλίμ.
Σηκώθηκα όρθια μα τα γόνατά μου δεν με κρατούσαν και έπεσα με φόρα κάτω. Τα δάκρυά μου ξεχύθηκαν άπλετα από τα μάτια μου. «Η θολούρα», σκέφτηκα, «είναι αλμυρή». Έτσι γονατιστή πλησίασα τον νεκρό μου πατέρα και τον πήρα στην αγκαλιά μου κουνώντας τον σαν μωρό, προσεκτικά μη μου πέσει.
«Τι έκανα; Τι έκανα;» ρώτησα και καμιά απάντηση δεν ακούστηκε. Τα αναφιλητά μου έφρασσαν τον λαιμό μου και δεν με άφηναν να ανασάνω. Ίσως με σκότωναν μια ώρα αρχύτερα. Έκλεισα τα μάτια μου και περίμενα τον θάνατο. Οι πρώτες γλώσσες της φωτιάς με άγγιζαν προσπαθώντας να γευτούν έστω και λίγο από το χάος μου, λίγη από την θλίψη μου. Να με καταβροχθίσουν ολόκληρη. Ποιο το νόημα πια;
YOU ARE READING
H Νεκροφιλημένη
FantasyΤα Βασίλεια των Αρχαίων δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Στον κόσμο του Ελάριον επικρατεί ο πανικός και ο φόβος: Σκοτεινές δυνάμεις αποζητούν ξανά την καταστροφή των Βασιλείων και την κατοχύρωση του θρόνου τους μετά τους καταραμένους αιώνες. Η μοίρα...