"Δεν μπορείς να τρέξεις μακριά μου!" τον άκουσα να φωνάζει.
Κρύφτηκα περισσότερο μέσα στις σκιές και δάγκωσα το κάτω χείλος μου νευρικά. Έκλεισα το μάτι μου και προσπάθησα να ανασάνω χωρίς να ακουστώ. Ακόμη και ο παραμικρός θόρυβος τον τραβούσε.
Τα χείλη μου κουνήθηκαν αθόρυβα στον αέρα. "Σκατά!". Ο διαβολεμένος δεν έλεγε να τα παρατήσει. Πλέον με κυνηγούσε μόνος του. Οι φρουροί είχαν χάσει τα ίχνη μου και έμεινε αυτός να διασχίζει τα κρυφά σοκάκια της πόλης. Μου έδινε την εντύπωση ότι τα ήξερε καλύτερα από τον καθένα.
Μια γάτα στα αριστερά μου νιαούρισε. Γαμώτο! Τα βήματά του σταμάτησαν. "Μάλιστα..." τον άκουσα να λέει."Αναθεματισμένη γάτα!" είπα μέσα από τα δόντια μου, αλλά εκείνη δεν πτοήθηκε. Αντιθέτως άρχισε να γουργουρίζει και να τρίβεται στα πόδια μου. Με μια μικρή σπρωξιά της μπότας μου την έκανα πιο πέρα και κοίταξα γύρω μου. Εντόπισα μια εσοχή στον τοίχο και πιάστηκα από αυτή, ανεβαίνοντας πιο ψηλά και κρεμάστηκα από τα κάγκελα ενός παραθύρου. Είδα την σκιά του πρίγκιπα με την άκρη του ματιού μου, να στρίβει. Χωρίς άλλη καθυστέρηση, πήδηξα και πιάστηκα στον απέναντι τοίχο, αναρριχώμενη γρήγορα, φτάνοντας στην ταράτσα. Κοίταξα κάτω. Ο πρίγκιπας δεν ήταν πουθενά. Να τα παράτησε; Αδύνατο μου φαινόταν.
Σφύριξα στον Χάρου, ενώ έτρεχα μέσα στο σκοτάδι με μόνο φως το ολόγιομο φεγγάρι. Το γεράκι έκρωξε και κατέβηκε με φόρα, ώσπου να φτάσει στο ύψος μου. Χαμογέλασα και πήδηξα πάνω από έναν τοίχο που βρισκόταν στο δρόμο μου.
♠♣♦
Αφού είχα σιγουρευτεί ότι δεν με κυνηγούσε πλέον κανείς, κατέβηκα στο έδαφος, πάντα σε επιφυλακή. Κόλλησα την πλάτη μου στον κοντινότερο τοίχο και ξεπρόβαλα το κεφάλι μου. Δεν κυκλοφορούσε ψυχή, παρά μόνο κάνα δυο μέθυσοι. Βγήκα από το στενό και προχώρησα προς το μέρος τους με σκοπό να τους προσπεράσω. Σκέπασα το κεφάλι μου με την κουκούλα του μακριού μανδύα και συνέχισα το δρόμο μου, όταν:
"Εεεεεπ, ομορφούλααααα....χίκ!" φώναξε ένας από τους μεθυσμένους άντρες. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα αποδοκιμαστικά. Ήταν ψηλός, αρκετά ψηλός. Φαινόταν γεροδεμένος. Ίσως αγρότης; Είχε και το πιο σκούρο δέρμα, μαυρισμένο από τον ήλιο των χωραφιών. Τα μαλλιά του ήταν μακριά και κολλημένα μεταξύ τους. Φαίνονταν υγρά. Από τον ιδρώτα ή έπεσε μέσα σε νερό; Πιθανώς να τον έδιωξαν από το καπηλειό πετώντας του ένα κουβά. Προσπαθούσε να περπατήσει ίσια ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε, ενώ στα χέρια του κρατούσε ένα λεπτό μισοάδειο μπουκάλι. Κρασί; Άφησα έναν αναστεναγμό και συνέχισα να προχωράω.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
H Νεκροφιλημένη
FantastikΤα Βασίλεια των Αρχαίων δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Στον κόσμο του Ελάριον επικρατεί ο πανικός και ο φόβος: Σκοτεινές δυνάμεις αποζητούν ξανά την καταστροφή των Βασιλείων και την κατοχύρωση του θρόνου τους μετά τους καταραμένους αιώνες. Η μοίρα...