Κεφάλαιο 39 - Δικός σου

860 139 99
                                    

Περπατούσα στα σοκάκια της Ινάλ με ένα χαμόγελο μονίμως καρφωμένο στα χείλη μου. Τα δάχτυλά μου τυλίγονταν γύρω από τη λεπτή αλυσίδα του μενταγιόν και χάιδευαν τα γλυκά σκαλίσματα που στόλιζαν την επιφάνειά του. Υποσχέθηκα στον πατέρα μου να τους επισκεφτώ ξανά και η Σαμάλ ενθουσιάστηκε. Το ίδιο και η μικρή μου αδελφή......Αδελφή. Πόσο παράξενο. Έχω μια μικρή αδελφή.

Το μικρό γέλιο που το έσκασε από τα χείλη μου, κατοίκησε στην καρδιά μου. Ένιωθα πιο γεμάτη από ποτέ. Ξέχασα σχεδόν τα πάντα στο πλάι τους. Η εγκαρδιότητα με την οποία με δέχτηκαν ήταν μοναδική. Και το χρωστούσα στον Λαχάρ. Τον δικό μου Λαχάρ, που με έσπρωξε να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον πατέρα μου, να ακούσω τι είχε να μου πει. Και δεν το μετάνιωσα. Θα τον ευχαριστήσω μόλις πάω στο παλάτι.

Το δειλινό έδινε ήδη την θέση σου στα λιγοστά αστέρια που εισέβαλαν στον ουρανό και το θαμπό μισοφέγγαρο που έδινε λίγο από το φως του και έκανε τον τόπο να φαντάζει φτιαγμένος από ασήμι. Με γρήγορα βήματα ανέβηκα τα σκαλοπάτια του παλατιού. Λίγο πιο πέρα ο Κάιν με την Άιλις κατέβαιναν προσεκτικά στους βασιλικούς κήπους πιασμένοι χέρι χέρι.

«Φαίνονται και οι δυο ευτυχισμένοι» είπε η Κάλιντα ξαφνιάζοντάς με.

«Δεν σε έχω συνηθίσει στις ευγένειες. Πού ήσουν;» ρώτησα.

Το κελαρυστό γέλιο της ελάφρυνε λίγο το κλίμα και σκέφτηκα πως ήταν το πρώτο γέλιο που άκουγα από εκείνη.

«Ο πατέρας σου τα εννοούσε όλα όσα είπε.»

Άφησα το χέρι μου πάνω στο πόμολο της πόρτας του δωματίου μου. «Το ξέρω.»

«Χαίρομαι.»

Παρά την απότομη αλλαγή του χαρακτήρα της, κάτι δεν μου άρεσε σε εκείνη. Κάτι δεν πήγαινε καλά. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησα λίγο ανήσυχη.

«Μμμμ....ναι.»

«Μετά τη συνάντηση με τους Γέροντες σε έχασα.» είπα μπαίνοντας μέσα στο σκοτεινό μου δωμάτιο. Ο Χάρου ήδη κοιμόταν πάνω στον ορθοστάτη του και δεν έδωσε σημασία στην παρουσία μου. Έκατσα πάνω στην άκρη του κρεβατιού, περιμένοντας την απάντησή της, όταν ένιωσα πως πάτησα κάτι. Ανασήκωσα λίγο το γοφό μου και τράβηξα από κάτω ένα τσαλακωμένο κίτρινο χαρτί. Το έφερα στο λιγοστό φως του φεγγαριού που τρύπωνε ύπουλα στο δωμάτιό μου, προσπαθώντας να διακρίνω τη γραφή:

H ΝεκροφιλημένηWhere stories live. Discover now