Τις κραυγές της μάνας δεν άργησαν να ακολουθήσουν οι φωνές των τρομοκρατημένων κατοίκων. Αμέσως οι μανάδες άρχισαν να μαζεύουν τα παιδιά τους και να κρύβονται πίσω από τους άντρες, οι οποίοι βγήκαν σε μια σειρά μπροστά και μερικοί έτρεξαν προς την άτυχη νύφη. Ο Ρέντφεϊ αμέσως πήδηξε από την εξέδρα και πλησίασε την οικογένεια της νεκρής. Ο Κάιν μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε και βρεθήκαμε σύντομα στο πλάι του αρχηγού του χωριού που προσπαθούσε να ηρεμήσει την μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην κοπέλα. Πόσο νέα και όμορφη, με όλη τη ζωή μπροστά της, ένα μέλλον που θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Μα δεν έχουν όλη την ίδια επιλογή. Σε άλλους η μοίρα φέρεται άκαρδα. Δεν το σκέφτεται πριν κόψει το νήμα. Πλησίασα το κορίτσι και δοκίμασα να βγάλω το σπαθί από πάνω της. Δεν της άξιζε κάτι τέτοιο.
Πριν προλάβω να αγγίξω τη λαβή του σπαθιού ο Ρέντφεϊ μου έκοψε τη φόρα σπρώχνοντάς με πίσω. "Τι νομίζεις ότι κάνεις;" γρύλισε και το πρόσωπό του σπάστηκε σε μια έκφραση αηδίας. Ω θεοί, κρατήστε την υπομονή μου.
"Δεν νομίζετε πως πρέπει να φροντίσετε το σώμα; Δεν μπορεί να μείνει έτσι." απάντησα στον ίδιο τόνο, δείχνοντας την κοπέλα.
"Το σώμα θα μεταφερθεί ακριβώς έτσι όπως είναι στους Θραχάρ, μαζί με την οικογένειά της. Πρέπει να τους πουν ότι η κόρη τους αυτοκτόνησε, να το αποδείξουν και να δεχτούν την τιμωρία της που τόλμησε να πράξει κάτι τέτοιο."
"Θα μεταφέρουν την νεκρή τους κόρη για μια μέρα, μέσα στην αφόρητη ζέστη, για να αποδείξουν πως ήταν αυτόχειρας; Και τι τιμωρία τους αναλογεί;"
"Ξεκλήρισμα."
Οι κραυγές πόνου και οδύνης της μάνας έγιναν πιο δυνατές και δεν ήξερα για ποιον έκλαιγε. Για εκείνους ή για την κόρη της. Ίσως και για τα δυο. Ίσως όχι.
♠♣♦
Προχωρούσαμε στο μακρύ μονοπάτι του Μαύρου Δάσους που οδηγούσε στους Θραχάρ. Τα άλογα των νυφών τα συνόδευαν οι οικογένειές τους, ενώ μπροστά τους οδηγούσε ο Ρέντφεϊ. Ο Κάιν πλεύρισε το άλογό μου.
"Πες μου πως δεν έχεις προηγούμενα με τους Θραχάρ. Ότι μόνο με τις Ασράι είχες προβλήματα."
"Μην ανησυχείς. Δεν έφτασα ως αυτούς." απάντησα ξερά και χτύπησα τα χαλινάρια του αλόγου να τον προσπεράσει. Δεν ήθελα να μιλήσω. Προτιμούσα να μείνω μόνη μου. Ακριβώς εμπρός μου είχα την οικογένεια της νεκρής νύφης. Η μάνα περπατούσε απαρηγόρητη, στηριζόμενη πάνω στον ώμο του συζύγου της, ενώ ο αδερφός της κοπέλας κρατούσε το κουφάρι της για να μην πέσει από το άλογο. Την είχαν περάσει σα σακί πάνω στη σέλα, αφήνοντας το αίμα της να τρέχει στάλα στάλα και να κυλά πάνω στην κοιλιά του αλόγου, πριν καταλήξει στο τραχύ έδαφος. Με ενοχλούσε η κακομεταχείριση του σώματός της. Της άξιζε να θαφτεί και να τιμηθεί καταλλήλως. Δεν έφταιγε εκείνη για τίποτα που η γραμμή της ζωής της πήρε άλλη πορεία. Άλλη από εκείνη που ήθελε να της δώσει. Ήταν άδικο. Γιατί έπρεπε να υποστεί κάτι που δε διάλεξε; Γιατί την τυραννούσαν; Αυτή και τα υπόλοιπα κορίτσια που τώρα δεν έβγαζαν μιλιά και ξέκλεβαν μερικά κρυφά δάκρυα να ρίξουν για εκείνη.
ESTÁS LEYENDO
H Νεκροφιλημένη
FantasíaΤα Βασίλεια των Αρχαίων δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια. Στον κόσμο του Ελάριον επικρατεί ο πανικός και ο φόβος: Σκοτεινές δυνάμεις αποζητούν ξανά την καταστροφή των Βασιλείων και την κατοχύρωση του θρόνου τους μετά τους καταραμένους αιώνες. Η μοίρα...