Κεφάλαιο 16

696 56 0
                                    

Ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάω γύρω μου. Που βρίσκομαι? Νοιώθω κάποιον δίπλα μου να με αγκαλιάζει γυρίζω και είναι ο Ντάνιελ ,κοιμάται. Α ναι είμαστε Κρήτη. Λογικά εχθές όταν κοιμήθηκα στον καναπέ με έφερε εδώ. Σηκώνομαι αθόρυβα και πάω στο μπάνιο. Κάνω ένα ζεστό ντουζ. Μου έρχεται μια ιδέα. Πάω κάτω στην κουζίνα και αρχίζω να φτιάχνω πρωινό. Κάνω φέτες με βούτυρο και μέλι, κρέπες με μερέντα , στύβω χυμό πορτοκάλι και κάνω καφέ. Τα βάζω όλα στο τραπέζι όμορφα και πάω πάνω να ξυπνήσω την μικρή. Την χαϊδεύω λίγο και ανοίγει τα ματάκια της.
Ν. :" Καλημέρα Δανάη μου."
Μ.Δ.:"Καελα" προσπαθεί να πει.
Ν. :"Τι λες πάμε να ξυπνήσουμε τον μπαμπά? "
Μ.Δ.:"Ναιιι"
Πάμε μέσα στο δωμάτιο και ανεβαίνουμε πάνω στο κρεβάτι η μικρή όρθια και χοροπηδάει και εγώ καθιστή σκουντάω τον Ντάνιελ. Ανοίγει τα μάτια του τρομαγμένος.
Ντ. :"Τι έγινε? " σκάω στα γέλια και καταλαβαίνει ότι δεν συμβαίνει κάτι
Ντ.:"Είσαι τρελή το ξέρεις. Αντί να με ξυπνήσεις με κανένα ωραίο τρόπο εσύ με ξυπνάς έτσι. Είσαι αχάριστη εγώ σε έφερα εδώ και εσύ μου το ανταποδίδεις ετσι" λέει και νοιώθω τύψεις.
Ν. :"Συγγνώμη" λέω και αυτή τη φορά σκάει αυτός στα γέλια καταλαβαίνω ότι μου έκανε πλάκα και θυμωμώνω.
Ντ.:"Να μάθεις μωρό μου" συνεχίζει να γελάει και με παρασέρνει και εμένα.
Ν. :"Πάμε κάτω έφτιαξα πρωινό"
Ντ.:"Πάμε " λέει και παίρνει αγκαλιά την μικρή. Κατεβαίνουμε κάτω τρώμε πρωινό.
Ντ.:"Σήμερα θα πάμε βόλτα στο βουνό για πικ νικ"
Ν. :"Τέλεια" λέω χαρούμενη.
Μετά από λίγο τελειώνουμε το πρωινό και ο Ντάνιελ με την μικρή πάνε μέσα να παίξουν ενώ εγώ ετοιμάζω φαγητά να πάρουμε μαζί μας. Καθώς τα ετοιμάζω νοιώθω τον Ντάνιελ να με αγκαλιάζει από πίσω. Με γυρνάει και με φιλάει με πάθος. Μου δαγκώνει το κάτω χείλος και αναστενάζω. Βρίσκει ευκαιρία και εξερευνά το στόμα μου. Μετά από αρκετή ώρα σταματάμε. Με κοιτάει έντονα
Ντ.:"Έτσι θέλω να με ξυπνάς από εδώ και πέρα" μου λέει σαν να το απαιτεί και φεύγει. Όταν είμαστε έτοιμοι φεύγουμε για το δάσος. Περπατάμε μέσα στο δάσος μέχρι να βρούμε κάποιο ξέφωτο για να καθίσουμε. Ξαφνικά η μικρή με τραβάει το χέρι και μου δείχνει κάτι
Μ.Δ.:"Κοίτα" βλέπω εκεί που δείχνει με το χεράκι της και παθαίνω σοκ. Είναι ένα φίδι αρκετά μεγάλο σχεδόν δίπλα μας. Πανικοβάλομαι. Πάει θα πεθάνουμε εδώ όλοι. Τελείωσε η ζωή μου χωρίς καλά καλά να τη ζήσω. Θα πεθάνουμε και δεν θα μας βρει και κανένας εδώ πέρα. Ο Ντάνιελ βλέπει το φίδι και μετά την μικρή και εμένα.
Ντ. :"Καρδιά μου ηρέμησε σε παρακαλώ" λέει ήρεμα
Ν. :"Πώς να ηρεμήσω με το φίδι δίπλα μου. Αν ηρεμήσω τώρα πότε θα πανικοβληθώ? Θα πεθάνουμε πάει"
Ντ.:"Ηρέμησε είπα. Τίποτα δεν θα πάθουμε. Ηρέμησε γιατί καταλαβαίνει ότι φοβάσαι και αυτόματα σε θεωρεί θήραμα του. Κάνε αυτό που σου λέω και κάνεις δεν θα πάθει τίποτα. Δεν θα αφήσω να πάθεις κάτι ούτε εσύ ούτε η κόρη μου. Άκουσέ με τώρα ηρέμησε και χαλάρωσε , άσε τους μυς σου χαλαρούς και μην έχεις ταχυκαρδία μέχρι και εγώ την ακούω." Προσπαθώ να εφαρμόσω αυτά που μου λέει και τα καταφέρνω κάπως. Αυτός μου κάνει νόημα να μείνω ακίνητη εγώ και η μικρή. Πάει πάρα πολύ σιγά προς τα πίσω από το φίδι και παίρνει αθόρυβα ένα ξύλο. Απότομα το χτυπάει στο κεφάλι με όλη του την δύναμη και εγώ βάζω την μικρή στην αγκαλιά μου για να μην δει το σκηνικό. Το φίδι είναι νεκρό και έχει αίματα. Έρχεται ο Ντάνιελ γρήγορα δίπλα μου και με βάζει στην αγκαλιά του ενώ με τραβάει να φύγουμε από εκεί για να μην το βλέπω. Έπειτα από αυτό βρίσκουμε ένα ξέφωτο και καθόμαστε. Η μικρή παίζει τριγύρω και εγώ με τον Ντάνιελ μιλάμε για άσχετα θέματα. Σε κάποια φάση η μικρή μας πλησιάζει και μας τραβάει για να παίξουμε όλοι μαζί. Καθώς παίζουμε βλέπω κάτι να κινείται στους θάμνους. Πάω προς τα εκεί και βλέπω ένα κουταβάκι πολύ όμορφο. Το παίρνω στην αγκαλιά μου.
Ν. :"μικρό μου ποιος χαζός σε άφησε εσένα εδώ μόνο σου. Τι γλυκούλι που είσαι! " πηγαίνω προς τον Ντάνιελ.
Ν. :"Κοίτα"
Ντ. :"Τι είναι αυτό? "
Ν. :"Λεμόνι! Δεν βλέπεις τι είναι? "
Ντ.:"Επειδή βλέπω για αυτό ρωτάω! Που το βρήκες? "
Ν. :"Το γέννησα! Που θες να το βρήκα? "
Ντ.:"Μην με ειρωνεύεσαι! "
Ν. :"Τι θες να κάνω ρε αγάπη μου αφού ρωτάς βλακίες. Άκου εκεί τι είναι αυτό!"
Ντ.:"ΝΑΤΑΛΊΑ! "
Ν. :"Καλά ντε πως κάνεις έτσι! "
Ντ.:"Γιατί το πήρες? "
Ν. :"Το βρήκα μόνο το γλυκούλι"
Ντ.:"Ωραία πάνε άστο εκεί που το βρήκες! "
Ν. :"ΤΙΙ? ΌΧΙ! ΑΠΟΚΛΕΊΕΤΑΙ! "
Ντ.:"Ναταλία μη μου φωνάζεις εμένα και κάνε αυτό που σου είπα!"
Ν. :"ΌΧΙ! Μα πας καλά θα το αφήσω να πεθάνει? "
Ντ.:"Μπορεί να είναι κάποιου? "
Ν. :"Τι λες μωρέ και παράτησε το κουτάβι μόνο του στο δάσος?!"
Ντ.:"Μπορεί να είναι άρρωστο"
Ν. :"Δεν είναι"
Ντ.:"Που το ξέρεις? "
Ν. :"Δες το τι όμορφο και παιχνιδιάρικο που είναι δεν φαίνεται για άρρωστο. "
Ντ.:"Και επειδή δεν φαίνεται σημαίνει ότι δεν είναι? Ναταλία τα αγαπάω τα σκυλιά και μάλιστα πολύ αλλά αν είναι άρρωστο και κολλήσουμε κάτι? "
Ν. :"Θα το πάμε στον κτηνίατρο να το εξετάσει και να κάνει εμβόλιο"
Ντ.:"Οχι"
Ν. :"Ελααα. Δες το τι ομορφούλι και γλυκούλι που είναι. Σου πάει η καρδιά να το αφήσεις να πεθάνει? Δες τα ματάκια του τα όμορφα. Μπορείς να το παρατήσεις όταν σε κοιτάει με τα αθώα μπλε ματάκια του? Σε παρακαλώ Ντάνιελ! Δεν μπορώ να το αφήσω! "
Ντ.:"Καλά σταματά με έπεισες! Αλλά μόλις πάμε σπίτι θα το πάμε στον κτηνίατρο!"
Ν. :"Ναι. Ευχαριστώ πολύ! " του δίνω ένα πεταχτώ φιλί στο στόμα.
Ντ.:"Δεν θα το ξεπληρώσεις με ένα φιλί μόνο! Αυτό δεν ήταν καν κανονικό φιλί! "
Ν. :"Καλά"
Παίρνει η ώρα και φεύγουμε. Πάμε σπίτι και μετά πάμε κατευθείαν στον κτηνίατρο. Τελικά είναι αγοράκι το σκυλάκι και είναι υγιέστατο. Μόλις πάμε σπίτι τρώμε βραδινό. Η μικρή κοιμάται αμέσως το ίδιο και το κουτάβι. Εμείς ξαπλωνουμε και μιλάμε λίγο μέχρι να μας πάρει ο ύπνος. Κάποια στιγμή μου λέει
Ντ.:"Αύριο το απόγευμα θα φύγουμε"
Ν. :"Γιατί? Παίρναμε πολύ ωραία! Μόνο τόσο λίγο θα μείνουμε? "
Ντ.:"Θέλω να πάμε στο σπίτι πίσω στο Ναύπλιο. Να μείνουμε μία μέρα να ετοιμαστούμε και μετά θα πάμε ταξίδι οι δύο μας μόνοι μας για λίγες μέρες. "
Ν. :"Τόσο γρήγορα θα πάμε κι άλλο ταξίδι? Δεν λέω μου αρέσουν τα ταξίδια απλά είναι πολύ κοντά το ένα με το άλλο"
Ντ.:"Περνάμε πολύ ωραία οι τρεις μας αλλά θέλω να μείνουμε και λίγο μόνοι μας να περάσουμε ώρα μαζί και να κάνουμε πράγματα μαζί. Έτσι θα μάθει καλύτερα ο ένας τον άλλον και θα έρθουμε πιο κοντά. Δεν θέλεις μωρό μου? "
Ν. :"Θέλω. Δεν με νοιάζει όπου και να είμαι ότι και να κάνω αρκεί να είμαι μαζί σου" λέω και τον κοιτάζω. Χάνομαι για λίγο μέσα στα πράσινα μάτια του. Τον πλησιάζω και τον φιλάω. Αυτός βαθαίνει το φιλί μας και όταν σταματάμε για να πάρουμε ανάσα με βάζει στην αγκαλιά του. Κοιμάμαι αμέσως.

Γειά σας! Καλημέρα♡♡ τι κάνετε? Και αυτό το κεφάλαιο ήρεμο σχετικά αν εξαιρέσουμε το φίδι. Στην φωτογραφία το σκυλάκι. Ελπίζω να σας άρεσε. Αν σας άρεσε αφήστε το αστεράκι σας και γράψτε μου στα σχόλια την γνώμη σας ♥♥♥♥♥♥♥♥♥♥

Πόσο δυνατή είναι η αγάπη;Où les histoires vivent. Découvrez maintenant