Απάθεια

6.9K 497 27
                                    

"Δεν σε θέλω γιατί θα σε σκοτώσω...κι αν σε σκοτώσω θα σκοτωθώ..."


Πήρε το μαύρο της δερμάτινο. Ο καιρός ήταν βροχερός , μουντός και κρύος.  Έριξε ένα βλέμμα στον καθρέφτη μόνο και μόνο για να βεβαιωθεί ότι οι μελανιές της ήταν στη θέση τους.  Πήρε την τσάντα της και έβαλε το κινητό στην μπροστινή τσέπη του τζιν . Αν και δεν είχε σκοπό να πάρει τον νονό της όπως την πρόσταξε ήθελε να νιωθει ότι ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να τον καλέσει. 

Κατέβηκε και σήκωσε τα χέρια της προς τον ουρανό.  Απαλές ψιχάλες έπεφταν στις παλάμες της και ικανοποιημένη που δεν έβρεχε  δυνατά πέρασε τον δρόμο. Είχε να δώσει μια μεγάλη μάχη στο Πανεπιστήμιο με την περηφάνια της. Πάση θυσία όμως έπρεπε να μάθει οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε για τον Κρίστιαν. 

Έξω υπήρχαν ελάχιστοι μαθητές. Μπήκε στο κτήριο και πήγε στην αίθουσα. Έφτασε δέκα λεπτά νωρίτερα και αυτό της έδωσε χρόνο ν σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις της . Έβλεπε από παντού τον κίνδυνο στη ζωή της και δεν θα άφηνε κανέναν να της τον προσφέρει. 

Έκατσε στην θέση της και χάθηκε στις σκέψεις της όταν ο ανατριχιαστικός ήχος από το τρίξιμο της πόρτας που άνοιγε σιγάνα την έκανε να  επιστρέψει στην πραγματικότητα.
«γαμω τη τύχη μου !» μουρμούρισε και έβαλε το χέρι στην τσάντα.

«Πώς και τόσο νωρίς μωρό μου ;» Ο Κρίστιαν με ένα αυτάρεσκο μειδίαμα στο πρόσωπο  μπήκε στην αίθουσα μαζί με έναν ακόμα . Του έκανε νόημα να κάτσει στην πορτα και εκείνος πλησίασε την Λίλιθ κοιτώντας την συνεχώς. 

«Πώς και σου έδωσε άδεια να φύγεις  ;» τον ρώτησε κι εκείνος ξαφνιάστηκε. 

«Ποιος;» της είπε γεμάτος απορία και η Λίλιθ έκανε ένα βήμα προς τα πίσω . Ο Κρίστιαν ήταν στο ίδιο επίπεδο πλέον με εκείνη. 

«Ο διάολος φυσικά… εκεί δεν σε έστειλα χθες ;»Ειπε αλλά δεν γέλασε. Αντιθέτως κρατούσε σφιχτά στο χέρι της τον μικρό σουγιά. Σχεδόν ποτέ δεν τον έβγαζε από τη τσάντα της αλλά παρά τον εκρηκτικό της χαρακτήρα δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ. 

«Λιλ …» Ψιθύρισε και έκανε ένα ακόμα βήμα.
«μεγάλοι άνθρωποι είμαστε και προς θεού… έχουμε ζήσει πολύ ωραίες στιγμές τα δύο μας .. Με αποφεύγεις όμως και δεν μου αρέσει καθόλου… « εγλυψε τα χείλη του. Προσπαθούσε από την πλευρά του να παραμείνει όσο πιο σταθερός μπορεί. Δεν έπρεπε να την τρομάξει αλλά όσο έβλεπε τις μελανιές στον λαιμό της τρελαινόταν. 

Οι εντολές που είχε φυσικά ήταν να μην πειράξει ούτε τρίχα της αλλιώς έπαιζε με το ίδιο του το κεφάλι αλλά και πάλι του ήταν τρομερά δύσκολο. Πάντα του άρεσε το σεξ μαζί της και ήταν τσιμπημενος αλλά  όλη του η ζωή είχε αλλάξει. Ενσωματώθηκε στη νύχτα , στην αρχή πουλούσε ναρκωτικά στους δρόμους αλλά μια μέρα αντέδρασε έγκαιρα σε έναν διαπληκτισμο και τράβηξε το ενδιαφέρον του Άντονι.  Με το περας εκείνης της νυχτας είχε κερδίσει επάξια τον ρόλο του προστάτη . Ο Άντονι μέσα από τις συζητήσεις όταν αντιλήφθηκε πως γνώριζε την Λίλιθ πίστεψε πως θα ήταν το τέλειο άτομο να την πλησιάσει και να αποσπάσει πληροφορίες . Παράλληλα θα την πρόσεχε και από τους Πετροφσκι. 

Την Λίλιθ την αγαπούσε αλλά πάνω από τη ζωή την φήμη και τα λεφτά του σπάνια έβαζε κάποιον.  Χρόνια προσπαθούσε να μάθει από εκείνη κάποια πληροφορία. Ο Κλοιός όμως έσφιγγε.  Οι Πετροφσκι άρχισαν να μεγαλώνουν συνεχώς και τον απειλούσαν από παντού.  Έπρεπε να διασφαλίσει ότι τα αρχεία δεν θα πέσουν σε λάθος χέρια. Η Λίλιθ δεν έπαυε να είναι μια γυναίκα. Μπορεί να μεγάλωσε στον βούρκο αλλά αν την πίεζαν θα άνοιγε το στόμα της . Από τότε που πήγε στην Κλαούντια γνώριζε ότι κάτι συμβαίνει όσο και να το αρνιόταν η Λίλιθ.  Λίγες μέρες πριν στα χέρια του έφτασαν φωτογραφίες της από την σχολή.  Τρόμαξε και μόνο στην ιδέα να αποκαλύψει σε κάποιον όσα δεν έλεγε στον ίδιο.

Χωρίς οίκτο τα ξημερώματα της περασμένης βδομάδας πήγε στο σπίτι της Κλαούντια και την έσφαξε. Την βασάνισε 2 ολόκληρες ώρες για να του αποκαλύψει που έιχε κρύψει τις πληροφορίες αλλά εκείνη βράχος κράτησε την υπόσχεση που εδωσε στον πατέρα της . Έσβησε και μαζί της πέθανε και η πρώτη ελπίδα του Άντονι. Γεμισε με ψέματα την Λίλιθ μόνο και μόνο για να πάρει αυτό που θέλει. Δεν θα την πείραζε γιατί κατά βάθος  την αγαπούσε..

«Φύγε Κρίστιαν.. Έχουμε τελειώσει και όσο αργείς να το καταλάβεις τόσο μου την δίνεις στα νεύρα. «αποκρίθηκε και άρχισε να κατεβαίνει από την άλλη πλευρά.  Βλέποντας την έτρεξε αμέσως και της έκλεισε το δρόμο.

«Μωρο μου εμείς δεν θα τελειώσουμε ποτέ…. « την έσπρωξε και έπιασε τα χέρια της πριν πέσει στο πάτωμα τραβώντας την πάνω το κορμί του . Το σουγιαδακι έπεσε στο πάτωμα και όλη του η προσοχή στράφηκε εκεί.

Η πόρτα της αίθουσα άνοιξε και ο Λουκ μπήκε μέσα. Το τσιράκι του Κρίστιαν όσο και να καθόταν στην πόρτα είχε λιώσει καθώς ήταν αρκετά μαστουρωμενος και δεν πρόσεξε την άφιξη του  .

«Πάλι εσύ μπροστά μου ;» γύρισε ο Κρίστιαν απευθυνόμενος στον Λουκ ο οποίος είχε ήδη γίνει κατακόκκινος και μόνο που τον έβλεπε να έχει τα χέρια του περασμένα στην μέση της . Αλλά παρέμεινε ανέκφραστος. Είχε ήδη αποφασίσει πως θα κινηθεί και μέσα στα σχέδια του ήταν η απόλυτη απαξίωση πριν βυθιστεί μαζί της στο απόλυτο χάος. 

«Κρίστιαν ΣΚΆΣΕ!» φώναξε η Λίλιθ.  Φυσικά και δεν το έκανε για εκείνον.. Δεν έδινε δεκάρα αν ο Λουκ θα τον έσπαγε στο ξύλο ξέροντας όμως την πραγματική του φύση δεν ήθελε να τον βάλει σε μπελάδες.  Και γνώριζε πως εκείνη τη μέρα πίσω από το σχολείο αν ήθελε θα τον έβαζε δυο μέτρα κατω από τη γη χωρίς δεύτερη σκέψη.

«Άφηστε το φίλο σας δις Μάρτιν… από ότι βλέπω…» είπε και γύρισε προς τον τύπο που ήταν στην πόρτα πριν «σας αρεσει να σας παίρνουν μάτι…» Η Λίλιθ εξοργισμενη έσπρωξε τον Κρίστιαν από δίπλα της .

«Πολύ σωστά υπέθεσες… και τώρα Στριβε πριν σπάσω αυτά τα γυαλιά σου και χάραξω το όνομα μου στο πρόσωπο σου !»  Ο Λουκ γέλασε και η Λιλιθ άρχισε να τρέμει. Το χαμόγελο όμως σβήστηκε από το πρόσωπο του και ανέλαβε εξ ολοκλήρου ο Άλαν...

«Δεν θέλω φασαρίες. Δεν με ενδιαφέρει τι σκατα έχετε μεταξύ σας αλλά να λύσετε τις διαφορές σας έξω από την αίθουσα.  « Πήγε στην έδρα και άφησε πάνω την τσάντα του. Η Λίλιθ δεν πίστευε στα αυτιά της .

«Είδες μωρό μου ;έχουμε και την ευλογία του !» Είπε ο Κρίστιαν και πιάνοντας την από το πρόσωπο την φίλησε στα χείλη.  Για την Λίλιθ ήταν αρκετό. Πήγε να τον Χτυπησει αλλά ο Κρίστιαν ήταν πιο γρήγορος. Έπιασε τον καρπό της βίαια.

«θα σε περιμένω στο γνωστο το βράδυ . Κανε ακομα μια τετοια βλακεια και θα στο κοψω το κατάλαβες ;» ψιθύρισε κι έριξε μια ματιά στον Λουκ ο οποίος ανέκφραστος κοιτούσε κάτι χαρτιά.

Έπιασε τα οπίσθιά της και τα χτύπησε δυνατά.  Στον ήχο η φλέβα στο μέτωπο του Λουκ πετάχτηκε αλλά δεν σήκωσε καν το βλέμμα του.

«Φεύγω και όπως είπαμε… Α! Και θα περιμένω εξηγήσεις για τον καριολη που σου άφησε αυτά τα σημάδια… « σχολίασε και πήγε προς την πόρτα.  Κλώτσησε τον φίλο του και βγήκαν έξω. 

Η ατμόσφαιρα στην αίθουσα μύριζε μπαρούτι… Πήρε το σουγιαδακι της , έριξε ένα βλέμμα προς το μέρος του αλλά δεν την κοιτούσε καν .

«Είσαι μαλακας !» Είπε αρκετα εκνευρισμενη και πήγε προς την καρέκλα της .

«Κι εσύ πουτανα αλλά δεν το κάνω θέμα!» Απάντησε δυνατά και χτύπησε το χέρι του στην έδρα... παρά τα όρια που έθετε στον εαυτό του δεν κατάφερε να κρύψει όσα ένιωθε.  Στα λόγια του εκείνη θολωσε . Δεν ήξερε τι είχε μέσα στο κεφάλι του και η αλήθεια ήταν πως ούτε και ο ίδιος  καταλάβαινε  . Η απάντηση του το έκανε αρκετά ξεκάθαρο όμως στο μυαλό του ...  πρώτη φορά στη ζωή του άνοιξε τα χείλη του χωρις να σκεφτεί . Έβλεπε τον εαυτό του να αλλάζει κοντά της και το θεωρούσε πολύ κακο σημάδι. 

Μάζεψε γρήγορα τα πράγματα της βρίζοντας  και κατέβηκε πηγαίνοντας προς το μέρος του .  Σταμάτησε δίπλα του και τον κοίταξε. 

Άνοιξε το σουγια και τον κάρφωσε πάνω στην έδρα με δύναμη...  γύρισε την πλάτη της  αλλά δεν πρόλαβε να κάνει ούτε ένα βήμα....

Σας φιλώ

The Mission Where stories live. Discover now