Κεφάλαιο 10

428 52 2
                                    

Τώρα

Μετά από την συζήτηση που είχε με τον Γιώργο σχετικά με αυτά που του είπε δεν έχει κάνει καμία κουβέντα στην Χριστίνα για το θέμα και ήταν τόσα πολλά αυτά που ήθελε να μάθει... Ήταν πρωί... έλειπε για την δουλειά της... Φοβόταν να ρωτήσει πράγματα... Όχι δεν φοβόταν εκείνη... αλλά το βλέμμα της... Φοβόταν τον τρόπο που αυτά τα υπέροχα μπλε μάτια της τον κοιτούσαν... Την μια τον κοιτούσαν έτσι την άλλη αλλιώς.. Ποτε δεν μπορούσε να καταλάβει τι νιώθει αυτή η γυναίκα και τι κρύβεται πισω αυτό αυτό το ψυχρό και αδιάφορο βλέμμα... Πίσω από την ψυχρή και αδιάφορη στάση της απέναντι του.. Και αυτά τα σημάδια στα χέρια της; Θεέ μου ποτε δεν θα ξεχνούσε τα σημάδια στα χέρια της... Και εκείνο το φλας της μνήμης του που την είχε σε ένα νερό γεμάτο με αίματα... Και εκείνη να είναι μέσα σε αυτό χωρις να κινείται... Το τι είχε γίνει δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται αλλά ήθελε να μάθει... Καιγόταν να μάθει τι την είχε φέρει σε τέτοιο σημείο ώστε να κάνει κακό στον εαυτό της; Ξαφνικά ένιωσε έναν πόνο στο κεφάλι και όλα σκοτείνιασαν.
«Πως σου φαίνομαι;» Ακούστηκε και γλυκιά φωνή της...
Ήταν εκείνη... φορούσε ένα κόκκινο κοντό στενό φόρεμα που της πήγαινε τέλεια... Ήταν βαμμένη τα μακριά μαύρα μαλλιά της ήταν πιεσμένα πάνω σε έναν περιποιημένο κότσο και τα μάτια της έλαμπαν... 
Την πλησίασε...
«Νομίζω ότι πρέπει να πας να αλλάξεις... θα έχει και άλλους άντρες πι παρέα... δεν θέλω να σε κοιτάζει κανένας... Μόνο εγώ»
«Μα αγάπη μου... ποιος σου είπε ότι εγώ δίνω σημασία στα βλέμματα των άλλων; Μου περνάνε αδιάφορα» του είπε και αυτός την φίλησε παθιασμένα.

Το σκοτάδι χάθηκε και επανήλθε... Κάθισε στον καναπέ να ηρεμήσει..
Ποσό όμορφη ήταν με αυτό το φόρεμα; Έλαμπε ολόκληρη. Τώρα γιατί φορούσε κόκκινα; Γιατί δεν φορούσε γενικά ανοιχτά χρώματα;
Πράγματι η Χριστίνα από τότε που την είδε σε εκείνο το νοσοκομείο πρώτη φορά μετά το ατύχημα φορούσε πάντα ρούχα σκουρόχρωμα.. ακόμα και όταν ο καιρός ήταν ζεστός τα σκούρα ρούχα δεν τα έβγαζε.. Μπορεί αυτά να της άρεσαν πλέον... Ποιος ήξερε; Μόνο εκείνη.
Γύρισε νωρίς σήμερα στο σπίτι.
«Καλώς την» της είπε και άφησε το βιβλίο που διάβαζε στον καναπέ.
Αυτό έκανε όταν έλειπε... Διάβαζε βιβλία.
«Πάλι διάβαζες;» Τον ρώτησε όταν είδε το βιβλίο.
«Τι άλλο να κάνω;»
«Εγώ σου έχω πει να βγαίνουμε και λίγο έξω όταν γυρνάω αλλά δεν θες»
«Δεν θέλω να σε κουράζω»
«Δεν κουράζομαι... Μου κάνει καλό να βγαίνω και εγώ λίγο έξω» του είπε χαμογέλασε...
Αυτό το χαμόγελο δεν ήταν ψεύτικο... ήταν από τα αληθινά της.. Αυτά που φώτιζαν το πρόσωπο της και τα μάτια της... Αχ τα μάτια της..
«Αααα ρε Χριστίνα αυτά τα μάτια σου» της είπε χωρις καν να σκεφτεί τι έλεγε.. απλά αυτό του βγήκε.
«Τι έχουν τα μάτια μου;» Απόρησε εκείνη.
«Και τι δεν έχουν... Μακάρι ξα μπορούσα να καταλάβω τι κρύβεται πίσω από αυτά τα μπλε σου μάτια»
«Έλα ρε Παύλο... δυο μπλε μάτια είναι» του είπε γελώντας.
Δυο μπλε μάτια που για εμένα είναι όλος μου ο κόσμος.
«Δεν είναι δυο οποιοδήποτε μπλε μάτια... είναι τα δικα σου μπλε μάτια Χριστίνα... Δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν σ αγαπούσα όταν σε παντρεύτηκα»
«Πάντως σίγουρα δεν με παντρεύτηκες για τα ωραία μου τα μάτια» του είπε και χαμογέλασε.
«Δεν εννοώ αυτό... δεν μπορώ να πιστέψω ότι δεν αγάπησα ποτε μια γυναίκα σαν εσένα... όμορφη... καλόψυχη... θες να δείχνεις σκληρή αλλά δεν είσαι Χριστίνα»
«Οι καταστάσεις διαμορφώνουν και τους ανθρώπους... ποτε δεν ήμουν σκληρή...»
«Το ξέρω» είπε.
«Πως το ξέρεις;»
«Έδειχνες ευτυχισμένη μέσα σε αυτό το κόκκινο φόρεμα εκείνη την νύχτα»
«Αυτό το θυμήθηκες;» Τον ρώτησε φανερώνοντας μια χαρά.
«Ναι... λογικά κάπου θα πηγαίναμε... έλαμπες»
«Ήμασταν καλεσμένοι σε ένα δείπνο από τους συναδέλφους σου στην δουλειά... ήταν ένα χρόνο μετά τον γάμο μας.. ένα μήνα μετά....»
Σαματησε... είδε τα μάτια της που γυαλισαν... Ήθελε να κλάψει... το έβλεπε... το ένιωθε.
«Χριστίνα;» Είπε.
Δεν ρώτησε... δεν ζήτησε να μάθει γιατί δεν συνέχισε την πρόταση της... το μόνο που είπε ήταν το όνομα της.. Χριστίνα.
«Παύλο είναι κάτι που δεν σου έχω πει... και δεν.... δεν θέλω να το ανακαλύψεις μόνος σου»
«Τι συμβαίνει;» Την ρώτησε.
«Έλα» είπε και κάθισαν.
Άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε έξω το πορτοφόλι της.. Ο Παύλος την κοιτούσε και περίμενε... έβγαλε έξω μια φωτογραφία.
«Σου θυμίζει κάτι;»τον ρώτησε και του έδειξε την φωτογραφία...
Ήταν ένα αγοράκι... δεν ήταν κάνω από τριών... ήταν όμορφο.. μελαχρινό με σκουρόχρωμα μάτια αλλά όχι δεν του θύμιζε τίποτα... απολύτως τίποτα.
«Όχι... δεν μου θυμίζει τίποτα» είπε δειλά..
Ήταν άσχημο να μην θυμάται.
«Αυτό το παιδάκι είναι ο γιος μας... Ο Αντρέας... το μωρο μας» είπε και τώρα τα δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της...
Και τα μπλε της μάτια γυάλιζαν από τα δάκρυα που είχε αφήσει να τρέξουν για δεύτερη φορά.
«Μα είπες... είπες ότι δεν έχουμε παιδιά Χριστίνα... όταν σε ρώτησα μου είχες πει ότι δεν έχουμε παιδιά» της είπε και σηκώθηκε από τον καναπέ θυμωμένος..
Εκείνη δεν μίλησε... είχε χαμηλώσει το κεφάλι της και έκλαιγε βουβά.
«Απάντησε μου Χριστίνα.. που είναι αυτό το παιδί τώρα; Γιατί δεν μου το είπες από την αρχή;... Μιλα που να πάρει»
«Πέθανε» είπε τόσο σιγά που ίσα που ακούστηκε.
«Τι είπες;»
«Πέθανε Παύλο... Το παιδί μας πέθανε... και πίστεψε με δεν είναι καθόλου εύκολο για εμένα να μιλάω για αυτό»
«Λες ψέματα» είπε.
«Πέθανε Παύλο... το μωρό μας πέθαινε..» είπε ήρεμα ενώ συνέχισε να κλαίει...
Ο Παύλος κάθισε στον καναπέ ξανά.. Τώρα άρχισε να συνειδητοποιεί όλα όσα είχε ακούσει.
Πέθανε Παύλο... Το μωρό μας πέθανε.
Οι λέξεις ηχούσαν μονίμως στα αυτιά του και δεν έλεγαν να συναντήσουν...
Πέθανε... ο γιος μας πέθανε.
Δεν άντεξε άλλο... η Χριστίνα σηκώθηκε από τον καναπέ και έτρεξε στο δωμάτιο της... Έμεινε εκεί... Ο Παύλος δεν έτρεξε πίσω της... Δεν ήθελε να ακούσει κάτι άλλο... τουλάχιστον για σήμερα δεν ήθελε να ακούσει τίποτα άλλο... Για αυτό φορούσε συνέχεια σκουρόχρωμα ρούχα.. για αυτό είχε πάντα μια θλίψη πίσω από τα μάτια της... Πενθούσε.... Πενθούσε γιατί δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τον θάνατο του παιδιού της... Τον θάνατο του παιδιού μας.....

The Heart Always Remembers Where stories live. Discover now