Κεφάλαιο 18

446 52 4
                                    

Τρία χρόνια πριν.

Ο μικρός Αντρέας είχε φτάσει στα τρία του χρόνια... Οι τελευταίες μέρες ήταν δύσκολες για όλους ο μικρός ήταν μέρες στο νοσοκομείο με σωληνάκια... δυσκολευοταν να μιλήσει να αναπνεύσει.. Η Χριστίνα ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος απλά δεν ήθελε να το δεχτεί.
«Μην αφήνεται το παιδί μου να πεθάνει εδώ μέσα... να το πάμε έξω να παίξει για τελευταία φορά... να τον πάμε στην θάλασσα... λάτρευε την θάλασσα... Παύλο... πάμε το παιδί μας στην θάλασσα» είπε κλαίγοντας χωρις σταματημό.
«Μωρό μου... μωρό μου άκουσε με... δεν μπορεί να φύγει από εδώ»
«Σε μισώ... αφήνεις το παιδί σου ξα υποφέρει εδώ μέσα.. γιατρός είσαι... κάνε κάνε κάτι» του φώναξε.
«Χριστίνα... ηρέμησε... γιατρός είναι μόνο δεν μπορεί να κάνει κάτι» της είπε ο αδερφός της.
«Αφήστε με... αφήστε με όλοι σας θέλω να πάω να δω το παιδί μου... Παύλο πήγαινε με να δω το παιδί μας»
Της είπε να ηρεμήσει και την έβαλε μέσα στο δωμάτιο που ήταν ο μικρός...
Η καρδιά της έγινε χίλια κομμάτια.
«Παιδί μου... μωρό μου Αντρέα μου»
Πήγε κοντά του και έπιασε το χέρι του.
«Μαμάκα» της είπε με δυσκολία.
«Ναι μωρό μου... εδώ είμαι... εδώ είναι η μαμα»
«Μαμάκα πάλι κλαις... συνέχεια κλαις»
«Δεν είναι τίποτα μωρό μου... μην μιλάς τώρα εσυ δεν μπορείς»
«Μπαμπά γιατί κλαίει συνέχεια η μαμα;»
Προσπάθησε να συγκρατήσει τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να χύσει και εκείνος και πλησίασε τον γιο του.
«Φοβάται η μαμα που είσαι εδώ... αλλά  δεν είναι κάτι... όταν θα βγεις θα είναι όλα μια χαρά» είπε και χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι του ενώ η Χριστίνα άρχισε να κλαίει περισσότερο γιατί μέσα της ήξερε... ήξερε ότι το παιδί της δεν θα έβγαινε από εδώ μέσα... τουλάχιστον όχι ζωντανό. Έμεινε άλλες πέντε μέρες το παιδί στο νοσοκομείο... τίποτα θετικό δεν άκουσαν... Φάνηκε από την αρχή... Ο Γιώργος και οι άλλοι γιατροί τους προετοιμαζαν για αυτό που ερχόταν... τον θάνατο του γιου τους... Η Χριστίνα δεν μπορούσε να το αντέξει... Δεν ήθελε να πιστέψει ότι το παιδί της πέθαινε αλλά βαθιά μέσα της πάντα το ήξερε ότι το μωρό της θα πεθάνει... Και αυτό το ψυχρό και αδιάφορο βλέμμα του Παύλου την έκανε να θυμώνει ακόμα περισσότερο και να τον μισεί... Εκείνη έκλαιγε και αυτός δεν είχε χύσει ότι ένα δάκρυ για το παιδί τους που πέθαινε... δεν είχε πολλές μέρες... Το έβλεπε και η ίδια και ο Παύλος ατάραχος... ήρεμος σαν να είναι όλα φυσιολογικά... Ήθελε να του φωνάξει να τον χτυπήσει αλλά δεν είχε το κουράγιο... το μόνο που ήθελε ήταν να είναι δίπλα στον γιο της.. τώρα που την είχε περισσότερο ανάγκη από ποτε. Ήθελε να είναι δίπλα του... να μην νιώθει μόνος του τώρα... να του κρατάει το χέρι και να του λέει ότι όλα θα πάνε καλά ενώ εκείνη ήξερε ότι συνέβαινε το αντίθετο... Ότι τίποτα δεν πήγαινε καλά... Και ότι θα έπρεπε να μάθει να ζει την ζωή της χωρις αυτόν... Να αποδεχτεί το γεγονός και ξα συνεχίσει... να κάνει αλλα παιδιά... της το είχε πει και ο Παύλος αλλά ήταν κάθετη.
«Χριστίνα... πρέπει να συνεχίσουμε την ζωή μας... να κάνουμε ένα άλλο παιδί» της είπε ένα βράδυ.
«Τι λες Παύλο;»
«Γιατί ρε Χριστίνα; Μια ζωή θα ζούμε στην σκιά του παιδιού που θα χάσουμε; Δεν θα κάνουμε αλλα παιδιά; Έτσι θα ζήσουμε;»
«Θα χάσουμε; Αποδέχεσαι έτσι απλά τον θάνατο του μωρού μας;»
«Τι θες να κάνω Χριστίνα; Εσυ τι κερδίζεις με το να κλαις κάθε βράδυ; Πες μου;»
«Εγώ τουλάχιστον πονάω για το παιδί μου... σε αντίθεση με εσένα που δεν κανεις τίποτα και είσαι πάντα τόσο ήρεμος... σαν μα μην σε νοιάζει»
«Σοβαρά μιλάς Χριστίνα; Λες ότι δεν με νοιάζει το παιδί μου; Ότι εγώ δεν πονάω για τον γιο μου;»
«Που είναι ο πόνος σου Παύλο;»
«Ο καθένας πονάει διαφορετικά... επειδή εσυ δεν βλέπεις τον πόνο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει»
«Σταματα... μην μιλάς... και μην μου ξανά πεις ποτε για άλλο παιδί... ποτε»
«Γιατί ρε Χριστίνα; Έτσι θα είσαι πάντα; Έτσι θα είμαστε; Οικογένεια ήθελες... που είναι η οικογένεια;»
«Έχω οικογένεια... έκανα οικογένεια έκανα τον γιο μου... Αν τον χάσω δεν υπάρχει τίποτα πια»
«Και εγώ; Εγώ τι ρόλο έχω στην ζωή σου Χριστίνα; Μόνο το παιδί σε απασχολεί τώρα; Εγώ; Εγώ τι κάνω;»
«Εσυ Παύλο με απογοητεύεις κάθε μέρα όλο και περισσότερο»
«Έτσι εεεε; Σε απογοητεύω τώρα; Εγώ που έκανα τα πάντα για εσένα... έκανα τα πάντα για το παιδί... μέχρι και στο εξωτερικό ζήτησα να τον πάμε... αλλά βλέπεις δεν θα του πρόσφερε τίποτα αυτό παρα μόνο ταλαιπωρία... δεν υπήρχε ελπίδα από την αρχή... ότι και να προσπάθησα να κάνω ήταν μάταιο.. και τώρα σε απογοητευω.... εγώ που κάποτε μου έλεγες ότι με αγαπούσες όσο τίποτα... ότι σε έκανα την πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο»
«Κάποτε» είπε Ψυχρά.
«Ακούς τι λες Χριστίνα;»
«Μόνο εγώ αγάπησα Παύλο σε αυτόν τον γάμο... μόνο εγώ»
«Δηλαδή τώρα που λες ότι δεν σ αγαπάω Χριστίνα; Όλα αυτά που έκανα για εσένα τι ήταν; Δεν ήταν από αγάπη;»
«Μπορεί.. αλλά να ξέρεις κάποιες φορές είχα ανάγκη να το ακούω κιόλας... αλλά εσυ... εσυ δεν μου το είπες ποτε» είπε ψυχρά και πήγε στο δωμάτιο... όχι στο δικό τους... στου παιδιού τους... εκει κοιμήθηκε εκείνη την νύχτα... Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος καβγάς που είχαν κάνει μετά τον γάμο τους....
Την έβγαλε όλη την νύχτα στο νοσοκομείο κρατώντας το χέρι του γιου της... Δεν κοιμήθηκε... άκουσε την ανάσα του που έβγαινε με δυσκολία και πονούσε... Πονούσε πολύ... Αλλά δεν μπορούσε να απαλύνει τον πόνου του παιδιού της και αυτό βάραινε ακόμα πιο πολύ την κομματιασμένη καρδιά της που κάθε μέρα που περνούσε έχανε και ένα κομμάτι της καρδιάς της το οποίο δύσκολα θα ξανά κολλούσε.. Το επόμενο βράδυ το περίμεναν το κακό... Ο Γιώργος δυστυχώς δεν τους έδωσε πολλές ελπίδες.. Ήταν μόνο εκείνη και ο Παύλος στο δωμάτιο του εκείνο το βράδυ... Άφησε στην άκρη τους τσακωμούς τους και έμειναν δίπλα στο παιδί τους όλη την νύχτα περιμένοντας σε κάθε λεπτό να σταματήσει να αναπνέει... άνοιξε τα μάτια του αργά το βράδυ..
«Μπαμπάκα μου» είπε και εκείνος έπιασε το χέρι του.
«Εδώ είμαι μωρό μου» του είπε
Έριξε μια μάτια στην μαμα του και πριν προλάβει να πει και σε εκείνη κάτι άφησε την τελευταία του πνοή.

The Heart Always Remembers Donde viven las historias. Descúbrelo ahora