Κεφαλαιο 20

439 51 1
                                    

Τρία χρόνια πριν.

Ήταν μια μέρα μετά την κηδεία σου μικρού και η Χριστίνα ήταν ράκος... Δεν μιλιόταν και την έβγαζε όλη την μέρα στο δωμάτιο του παιδιού κλαίγοντας. Σήμερα έπρεπε οπωσδήποτε να πάει στην δουλειά... τον χρειαζόταν εκεί.. δεν μπορούσε να λείψει... ήθελε να μείνει στο σπίτι αλλά δεν μπορούσε. Η Χριστίνα κοιμόταν βαθιά από τα ηρεμιστικά χάπια που της είχε δώσει αναγκαστικά και εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει όταν σηκώθηκε η Χριστίνα.
«Που πας;» Τον ρώτησε.
Περιφερόταν σαν φάντασμα μέσα στο σπίτι χωρις πολλές φορές να έχει συναίσθηση του τι κάνει και τι λέει.
«Πήγε να ξανά ξαπλωσεις Χριστίνα μου» της είπε γλυκα χωρις όμως να απαντήσει στην ερώτηση της.
«Σε ρώτησα που πας»
«Στην δουλειά» απάντησε τελικά.
«Ψέματα... πες μου ότι λες ψέματα πες μου ότι κανεις πλάκα» του είπε σχεδόν φωναχτά.
«Χριστίνα... δουλεύω... λείπω μέρες από το νοσοκομείο με χρειάζονται» της είπε ήρεμα.
«Σε χρειάζονται... εγώ; Εγώ δεν σε χρειάζομαι; Χάσαμε το παιδί μας και εσυ θα πας για δουλειά;» Φώναξε.
«Χριστίνα ηρέμησε και πήγαινε να ξαπλώσεις»
«Σε μισώ» είπε χτυπώντας τον όπου έβρισκε «σε μισώ ποτε σου δεν μ αγάπησες.. και καλά εμένα... αλλά το παιδί σου; Δεν αγάπησες ούτε το παιδί σου... δεν έκλαψες καν για το παιδί σου σε μισώ» του φώναξε...
Μετά από λίγο ηρέμησε... Δεν την παρεξήγησε... ήξερε ότι δεν ήταν πολύ καλά ψυχολογικά... ούτε και εκείνος ήταν αλλά κάποιος έπρεπε να κρατάει τις ισορροπίες και αφού η Χριστίνα δεν μπορούσε έπρεπε να το κάνει εκείνος. Όταν ηρέμησε την σήκωσε την αγκαλιά του και την ξάπλωσε στο κρεβάτι.
«Κοιμήσου... δεν θα αργήσω... στο υπόσχομαι» της είπε και την φίλησε απαλά στο μέτωπο.
Πήρε τηλέφωνο την μητέρα της... δεν ήταν και αυτή καλά ψυχολογικά... δεν της είπε τίποτα για την Χριστίνα.. Η Ελένη δίπλα έλειπε... Γαμωτο δεν ήθελε να την αφήσει μόνη της... αλλά
Δεν μπορούσε να αναστατώσει κανέναν και η Ειρήνη εκείνη την περίοδο είχε άρρωστη την μάνα της δεν μπορούσε να την επιβαρύνει κι άλλο... Έφυγε με βαριά καρδιά από το σπίτι και ευχοταν να μην καθυστερήσει στο νοσοκομείο...
«Πως είναι η Χριστίνα;» Ρώτησε ο Γιώργος.
«Χάλια... φίλε κοντεύω να τρελαθώ.. έχω τον πόνο μου πονάω και για ρην Χριστίνα... έχουν πέσει όλα μαζεμένα»
«Κουράγιο... θα περάσει σιγά σιγά»
Πήγε να του απαντήσει αλλά δεν μπόρεσε... ένιωσε έναν πόνο στην καρδιά του... να να χτυπήθηκε και α έγινε χίλια κομμάτια.
«Χριστίνα» είπε τόσο σιγά που ίσα που ακούστηκε...
Σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν και έβαλε το μπουφάν του.
«Που πας;»
«Κάλυψε με» είπε και έφυγε τρέχοντας από το νοσοκομείο με έναν ανεξήγητο φόβο.

The Heart Always Remembers Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora