Κεφάλαιο 16

413 57 2
                                    

Τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω του....Δεν άκουγε πλέον τίποτα άλλο μόνο έβλεπε
Έμπαινε στο σπίτι εκείνη την ώρα.. είχε ησυχία.. φοβήθηκε για κάποιον λόγο...Φώναζε το όνομα της αλλά δεν έπαιρνε απάντηση... Έψαξε  σε όλα τα δωμάτια αλλά δεν την βρήκε... Έβγαλε έξω το κινητό του όμως δεν το χρειάστηκε.... Εκείνη ήσαν στην μπανιέρα...στην μπανιέρα μέσα σε ένα νερό κόκκινο από το αιμα στο στο πάτωμα ήταν πεταμένο ένα ματωμένο ξυραφάκι... Έτρεξε κοντά της ήταν άσπρη... και.... παγωμένη.....
«ΧΡΙΣΤΙΝΑΑΑΑΑ» φώναξε με όλη του την δύναμη και η εικόνα χάθηκε.
«Παύλο... Παύλο... εδώ είμαι... μιλα μου»του είπε χαϊδεύοντας το πρόσωπο του...
Δεν είχε καταλάβει ότι είχε φωνάξει... Εκείνη τον άκουσε να φωνάξει με τόση δύναμη το όνομα της που φοβήθηκε και πήγε δίπλα του όσο πιο γρήγορα μπορούσε κουστένωντας.
«Γιατί ρε Χριστίνα;» Είπε όταν την είδε μπροστά του και την έπιασε από τους καρπούς των χεριών της «Γιατί το έκανες αυτό ρε Χριστίνα; Για αυτό εδώ φοβάσαι το αιμα; Για αυτά;» Φώναξε έτοιμος να βάλει τα κλάμματα και έδειξε στην Χριστίνα τα σημάδια.
«Παύλο μου....»
Παύλο μου... ξανά πες το... Ποσό με ηρεμεί όταν το λες..
«Γιατί ρε Χριστίνα;» Είπε πιο ήρεμα τώρα.
«Αυτό βρήκες να θυμηθείς;» Του είπε θλιμμένα...
Ότι και αν είχε γίνει με τον Παύλο εκείνη θυμόταν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια... και ήξερε πως θα είναι πολύ επώδυνο ο Παύλος να θυμηθεί κάτι τέτοιο χωρις να θυμάται τι το είχε προκαλέσει.
«Άστο Παύλο δεν έχει νόημα πια»
Πάει το Παύλο μου.
«Όχι Χριστίνα έχει νόημα... για εμένα έχει» της είπε «και κάτσε κάτω δεν πρέπει να πατάς το πόδι σου» την μάλωσε και κάθισαν στον καναπέ.
«Παύλο... ότι έγινε έγινε... το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν... Αυτό το λέγαμε πάντα... εσυ πιο πολύ σε εμένα»
«Γιατί το έλεγα αυτό;»
«Για να ξεχάσουμε Παύλο»
«Ξέχασες; Γιατί εγώ δεν θυμάμαι τίποτα από το παρελθόν μου»
«Όχι... δεν ξεχνώ... ποτε δεν θα ξεχάσω»
«Το άκουσα... το άκουσα να το λες στον αδερφό την μέρα που ήταν εδώ» παραδέχτηκε.
«Πως;»
«Όταν χτύπησε ο μικρός μπήκα στο σπίτι και κατα λάθος άκουσα τα πάντα συγγνώμη αλλά το έκανα και συνειδητά αργότερα... εσυ δεν μου λες τίποτα από αυτά που έχω κάνει άρα το είδα σαν μια ευκαιρία να μάθω τι έκανα και εγώ και με μισείς»
«Παύλο αυτά είναι θεωρίες του αδερφού μου γιατί αφού άκουσες τα πάντα τότε άκουσες και αυτό που είπε ο Μαριος για τις γκόμενες»
«Δεν είχα; Για αυτό δεν με μισείς; Επειδή σε απατούσα;»
«Παύλο δεν.... δεν σε μισώ.... ομολογώ ότι πολλές φορές σου το είπα ξεκάθαρα ότι σε μισώ αλλά καμία δεν το εννοούσα... δεν μπορείς να μισήσεις κάποιον που αγαπούσες για πολύ καιρό» του είπε και εκείνος δεν άντεξε... την φίλησε...
Ποσό ήθελε να το κάνει αυτό μόνο εκείνος ήξερε.... Από την πρώτη στιγμή... Από τότε που την είδε μπροστά του όταν ξύπνησε στο νοσοκομείο και την είδε... Από τότε που είδε τα μάτια της και χάθηκε μέσα σε αυτά... Τα μάτια της... Τα μάτια της που επιβεβαίωναν το σφίξιμο στην καρδιά του... Ότι την είχε αγαπήσει... βαθιά και αληθινά... και ότι ποτε δεν αγάπησε καμία άλλη... Και κάθε φορά που κοιτούσε τα μάτια της.... αυτά τα δυο μπλε μάτια ήταν σαν να ήθελαν να του θυμίσουν τα πάντα... τον κοιτούσε και εκείνος το μόνο που σκεφτόταν ήταν να θυμηθεί... Να θυμηθεί για να της αποδείξει ότι υπήρχε αγάπη.... γιατί εκείνος το ένιωθε... Και η καρδιά σου δεν κάνει ποτε λάθος....
Δεν αντιστάθηκε στο φιλί... ούτε στα περαιτέρω... μόνο όταν εκείνος σήκωσε την μπλούζα της και πήγε να της την βγάλει εκείνη έπιασε το χέρι του και τραβήχτηκε μακριά...
«Σταματα... Σταματα» είπε και τραβήχτηκε μέχρι την άλλη γωνία του καναπέ γιατί κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σηκωθεί.
Ο Παύλος σαν να θύμωσε... Βασικά θύμωσε... θύμωσε που τον σταμάτησε.. θύμωσε που τον είχε αφήσει σε ανάμεσα κάρβουνα και είχε σηκωθεί τώρα έτοιμη να φύγει.
«Αυτό δεν έγινε ποτε...δεν έπρεπε να γίνει»
«Γιατί όχι;»
«Γιατί δεν ξέρεις τι κανεις Παύλο... δεν είσαι ο Παύλος που ήσουν τότε... και όταν γίνεις θα καταλάβεις τι μεγάλο λάθος ήταν αυτό που πήγε να γίνει»
«Εγώ δεν το είδα σαν λάθος... το ήθελα και το έκανα» είπε θυμωμένος.
«Όχι Παύλο... δεν ξέρεις τι θέλεις... αλλά δεν παύεις να είσαι άντρας... είτε με αμνησία είτε χωρις... είσαι άντρας και έχεις τις ανάγκες σου... αλλά δεν πρόκειται να τις εκπληρωσεις μαζί μου»
«Αυτό νομίζεις Χριστίνα; Ότι προσπαθώ να εκπληρώσω κάποια ανάγκη μαζί σου;»
«Εγώ θυμάμαι»
«Ωραία» φώναξε «τότε αφού εσυ θυμάσαι γιατί δεν βοηθάς και εμένα να θυμηθώ... να θυμηθώ τι έχω κάνει και δεν μου επιτρέπεις ούτε να σε αγγίζω»
«Δεν απομακρύνθηκα μόνο επειδή έχουν γίνει όλα αυτά το παρελθόν» είπε με ήρεμη φωνή;
«Τότε;»
«Σε σταμάτησα γιατί η τελευταία φορά που σε άφησα να με αγγίξεις αποδείχτηκε καταστροφική και για τους δυο» φώναξε.
«Ααα και ποτε ήταν αυτή; Όταν ήμασταν νιόπαντροι;» Την ειρωνεύτηκε.
Πήγε να απαντήσει αλλά δεν το έκανε... έσκυψε το κεφάλι της...
«Που πας Χριστίνα;» Της φώναξε όταν την είδε να βάζει παπούτσια.
Αγνόησε τον πόνο στο πόδι και πάτησε κανονικά κάτω...
«Πάω στην μάνα μου...μην με περιμένεις» του είπε και έφυγε τρέχοντας....
Όχι μόνο τον άφησε σε αναμμένα κάρβουνα αλλά τώρα τον παρατούσε πάνω στην κουβέντα για να πάει στην μάνα της... Δεν έκανα κάτι αλλά δεν δέχτηκε αυτό που που είχε πει... την περίμενε... ήταν μεσημέρι όταν έφυγε.. η ώρα είχε περιέχει κατά πολύ αλλά δεν είχε εμφανιστεί.... περίμενε κι άλλο... περασμένα μεσάνυχτα... Θα κοιμόταν εκεί το βράδυ; Θα τον άφηνε μόνο του; Πήρε τηλέφωνο στο σπίτι της Χριστίνας... η Χριστίνα του είχε αφήσει το τηλέφωνο του πατρικού της σε περίπτωση που δεν σήκωνε εκείνη το κινητό της για κάποιο λόγο να έπαιρνε την μάνα της...
«Παρακαλώ» ακούστηκε η φωνή της.
«Κυρία Ιωάννα ο Παύλος είμαι»
«Να σαι καλά ρε Παύλο μου με έκανες και γέλασα... Τι κυρία Ιωάννα ρεε; Δεν με έχεις αποκαλέσει ποτε έτσι» του είπε γελώντας
Δεν μου το είπε και κανένας.
«Νταξει Ιωάννα... μήπως είναι εκεί η Χριστίνα;»
«Κάτσε η Χριστίνα δεν είναι στο σπίτι;»
«Όχι βγήκε αλλά δεν γύρισε ακόμα φυσικά δεν μου είπε που πάει και ανησυχώ... υπέθεσα ότι θα είχε έρθει εκεί»
«Στο κινητό την πήρες;»
«Πολλές φορές»
«Μην ανησυχείς... η Χριστίνα δεν κάνει τέτοια... δεν μου λες; Μήπως μαλωσατε;»
«Λιγάκι» είπε
«Στην Ειρήνη θα είναι.... πήγαινε συχνά όταν μαλώνατε...»
«Έχεις μήπως το τηλέφωνο της;»
«Όχι δεν το έχω αλλά μην ανησυχείς γα γυρίσει... τους πέρνει το χάραμα με την κουβέντα» του είπε.
«Καλά.. καληνύχτα και συγγνώμη που σε ξύπνησα» της είπε.
Του απλά δεν πειράζει και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Που είσαι ρε Χριστίνα;
Όλη την νύχτα δεν γύρισε από το σπίτι... ήταν γύρω στις εννιά όταν επιτέλους άκουσε την πόρτα να ανοίγει

The Heart Always Remembers Where stories live. Discover now