|Κεφάλαιο 45|

916 66 13
                                    

Ευτυχώς για σήμερα ήταν μόνο ένας ο πελάτης. Ένας Έλληνας εξαθλιωμένος, ο οποίος δεν μου είπε ούτε κουβέντα, ούτε καν με κοίταξε. Κανονικά έτσι έπρεπε να γίνει βάση "κανονισμού". Κανονική και μόνο στάση, ευτυχώς, χωρίς ανταλλαγές κουβέντας ή αντικειμένων. Αλλά δεν σταματαγε εκεί.

Το πιο άβολο ήταν ότι τα μάτια μου έπεφταν στο ματάκι της πόρτας όπου σχεδόν όλη την ώρα υπήρχε ένα ζευγάρι μάτια. Ένα ζευγάρι γαλάζια ματιά στολισμένα με ξανθά χοντρά φρύδια. Ήταν ο φρουρός έξω από την πόρτα μου, ο πρώτος φρουρός δηλαδή γιατί υπήρχαν και άλλοι. Ευτυχώς δεν είδε κανένα γυμνό μέλος του σώματος μου, αν και είμαι σίγουρη ότι αυτό θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που να με νοιάζει.

Βράδιασε, ευτυχώς για μένα, γρήγορα. Σήμερα όμως. Αύριο δεν γνωρίζω τι μου ξημερώνει. Έκανα κανονικά μπάνιο και έκατσα στο κρεβάτι με τη λάμπα αναμμένη να κοιτάω το κλειστό ματάκι της πόρτας, με τα μάτια μου να τρέχουν ασύστολα. Σκεφτόμουν μονίμως τι θα έπρεπε να έχω κάνει για να μην είχαν αναγκαστεί οι δικοί μου άνθρωποι να ανεβαίνουν αυτόν τον Γολγοθά μαζί μου. Ή μάλλον μεγαλύτερο από το δικό μου, διότι αυτοί είναι οι μόνοι που δεν φταίνε.

Πήρα τη φωτογραφία κάτω από το μαξιλάρι μου και την κοίταξα. Χάιδεψα τα πρόσωπα των γονέων μου και των αδελφών μου ένα ένα. Ένα δάκρυ έσταξε πάνω στη φωτογραφία κι με έκανε να την απομακρύνω από το σώμα μου για να μην την διαλύσω από τα δάκρυα. Ευχόμουν μόνο να ήταν καλά. Τίποτε άλλο. Δίπλα μου είχε ένα κομοδίνο που ήταν η λάμπα επάνω. Άνοιξα το συρτάρι να αποθηκεύσω τη φωτογραφία μέσα και κατά μεγάλη μου έκπληξη ανακάλυψα δύο βιβλία, λογοτεχνικά. "Οθελλος" και "Λογική και Ευαισθησία". Τα έβγαλα έξω και χάιδεψα το εξώφυλλο. Δεν υπήρχε άλλωστε περίπτωση να κοιμηθώ και από όσο φαινόταν θα τα μάθαινα απ'έξω μέχρι...μέχρι. Δεν ξέρω μέχρι πότε.

Το ματάκι της πόρτας άνοιξε απότομα κάνοντας με να πεταχτώ αφήνοντας μια ελαφριά κραυγή. Τα γαλανά μάτια έπεσαν πάνω στο βιβλίο που διάβαζα και αυτομάτως το ματάκι έκλεισε πάλι. Κλειδιά ακούστηκαν να ξεκλειδώνουν την πόρτα και εγώ μαζεύτηκα στη γωνία του κρεβατιού, κλείνοντας το βιβλίο φοβισμένη.

Μία φιγούρα ψηλή κρατώντας ένα μικρό δίσκο έκλεισε την πόρτα πίσω του και με κοίταξε στα μάτια.

-Μην φοβάσαι, είπε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Δεν θα σου κάνω κακό.

Συνέχιζα να τον κοιτάω μαζεμένη στη γωνία. Εκείνος ξεφύσηξε και άφησε το δίσκο που κρατούσε στο κρεβάτι σπρώχνοντας τον ελαφρώς προς το μέρος μου.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now