|Κεφάλαιο 07|

1.4K 87 11
                                    

Έχουν περάσει κάποιες μέρες, αφότου οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα. Και εγώ είμαι συνεχώς θλιμμένη. Μπαίνω και κάνω μάθημα και είμαι αφηρημένη. Οι μαθητές μου διαρκώς μου στέκονται και με βοηθούν έστω να γελάσω για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά όλα σκοτεινιάζουν πάλι.

Μια μέρα, ο θείος με φώναξε στο γραφείο του για να μιλήσουμε για μια πρόταση που του έγινε. Παρών ήταν και ο διευθυντής του παρθεναγωγίου που φοίτησα. Με παρακαλέσανε να αναλάβω το μάθημα της μουσικής στο παρθεναγωγίο, έστω και προσωρινά. Ο πρώην καθηγητής, τουφεκίστηκε στο δρόμο όταν ο άντρας με την κουκούλα τον έδειξε. Το αίτιο θανάτου που ανακοινώθηκε εκτεναίστερα ήταν η προδοσία και η συμμετοχή του σε αντιστασιακή οργάνωση που ψάχνανε απελπισμένα να βρούνε. Πέθανε περήφανος.

Δεν είχα λόγο να αρνηθώ. Έτσι και αλλιώς δεν θα διευκόλυνε τη θέση μου. Όπου και αν πάω αυτά τα ναζιστικά παράσιτα είναι παντού. Είχα πάρει πρωτοβουλία να διδάξω βαλς και τανγκό στην Πέμπτη και έκτη τάξη στο σχολείο του θείου. Ήταν ευκαιρία να διδάξω χορό και σε αυτά τα κορίτσια. Ίσως να ξεφεύγαμε όλες από τη δυστυχία που μας έδερνε.

Τα πράγματα στο σπίτι δεν πηγαίνανε πολύ καλά. Ο Ιωάννης είχε αρχίσει να μου δείχνει ένα πρόσωπο το οποίο δεν είχα αντικρίσει ξανά. Τελευταία αργούσε αρκετά, γύριζε και μεθυσμένος και απαιτούσε να ξυπνήσω για να αναλάβω τα συζυγικά μου καθήκοντα. Για αυτό και εγώ περνούσα όλο και περισσότερο χρόνο σπίτι του θείου. Την οικογένεια μου την έβλεπα σπάνια, πλέον. Μόνο τον Ισάακ στο σχολείο και ίσως να πετύχαινα στο δρόμο τον Ιωακείμ με τον μπαμπά.

Σήμερα, Σάββατο απόγευμα, ήμουν σπίτι του θείου και πίναμε τσάι. Δεν είχε μείνει και τίποτα. Τα αγαθά όλο και λιγοστεύανε και γίνονταν πιο ακριβά. Ο θείος είχε μία στοιχειώδη οικονομική επιφάνεια, αλλά η μεγαλοκαρδία του επέτρεπε να στερείτε εκείνος για να τρώνε τα παιδιά στο σχολείο περισσότερο. Μόνο εκείνος έχει τόσο μεγάλη καρδιά και αυτό με έκανε να συγκινούμαι.

Την ευχάριστη ατμόσφαιρα διέκοψε το χτύπημα της πόρτας. Η θεία Ελένη έτρεξε να ανοίξει. Ο επισκέπτης όμως, ήταν αυτός που μας έκοψε τα γέλια. Με το που ακούσαμε τον ήχο εκείνης ένα βαριάς μπότας στο ξύλο μας κόπηκαν και αυτά μαχαίρι. Σηκωθήκαμε όρθιοι και κοιταχτήκαμε. Ο σύζυγος μου, πίσω ο Γερμανός που έμενε σπίτι μας και μαζί του και ο αδερφός του.

-Καλησπέρα, είπε ο Ιωάννης και χαμογέλασε. Πατέρα, ήρθα να σου κάνω έκπληξη.

-Ιωάννη, είπα και χαμογέλασα αμήχανα. Πως και από δω;

Ο Λιποτάκτης των SS.Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora