|Κεφάλαιο 47|

922 65 12
                                    

Οι μέρες περνούσαν βασανιστικά. Από μέρες έγιναν μήνας. Δεν έκλαιγα πια, ήταν μάταιο. Ημουν πλέον σε μια κατάσταση στην οποία με διακατείχε ένα ανέκφραστο βλέμμα, μια παγωμένη έκφραση. Όλα είχαν διαλυθεί, περίμενα απλά να έρθει κάποιος και να με σύρει στο θάνατο. Όπως πολύ καλά έκανε ο Γουόλτερ.

Μόνο για αυτόν έκλαιγα, αλλά όχι επειδή μου έλειπε αλλά επειδή αυτός έφταιγε που ήρθαν τα πράγματα μέχρι εδώ. Αν με είχε αφήσει να φύγω τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα, όπως επίσης αν με είχε αφήσει να φύγω. Ή να πεθάνω. Ναι καλύτερα. Καλύτερα να με είχε αφήσει να πεθάνω, δεν θα είχα αναγκαστεί να τα υποστώ όλα αυτά. Τον σιχαίνομαι, όπως τον αγαπάω. Αλλά, υποσχέθηκε να προστατεύσει την οικογένεια που μου είχε μείνει. Ούτε αυτό δεν κατάφερε να κάνει.

Το επόμενο πρωί με βρήκε στην κουζίνα μόνη να κλαίω τη μοίρα μου. Η Ελευθερία κοιμόταν και ο Ιωάννης ούτε και ξέρω που είχε πάει. Ήξερα ότι ο Γουόλτερ την είχε σώσει την οικογένεια μου, για αυτό με παράτησε άλλωστε.

Βήματα ακούστηκαν από τη σκάλα ξαφνικά. Ξύπνησε η εριτιμος κυρία. Μπήκε στην κουζίνα φορώντας ακόμη τη ροζ σατέν ρόμπα της, που βασικά ήταν δικιά μου. Το ύφασμα το είχε φέρει η θεία Ελένη από το Παρίσι και η μητέρα μου το έραψε σαν ρόμπα και όχι φόρεμα.

-Σου θυμίζει τίποτα αυτή η ρόμπα;, ρώτησε ειρωνικά.

-Ναι, είπα και της χαμογέλασα. Ότι η μητέρα μου, η Εβραια ξέρεις αυτή που σου έφτιαχνε τα ρούχα και δεν πληρωνοταν ούτε μισή δραχμή από σένα, έχει ωραίο γούστο.

-Δεν ξεκινάμε καλά, είπε και έκατσε στην καρέκλα για να φτιάξει τα μαλλιά της. Καφέ, bitte*.

Γέλασα και σηκώθηκα να της ψήσω καφέ.

-Έγινες και γερμανόφωνη τώρα, είπα ειρωνικά.

-Θα σου δώσω και λογαριασμό νομίζεις;, ρώτησε.

Δεν απάντησα μόνο ξεφυσηξα, λέγοντας μέσα μου προσευχές να νυχτώσει πιο γρήγορα.

-Ελπίζω να είσαι έτοιμη γιατί θα φύγουμε αύριο το πρωί, είπε.

-Εσύ είσαι;, ρώτησα.

-Ο Ιωάννης μου είπε ότι θα μου αγοράσει τα καλύτερα πατρόν εκεί που θα πάμε, είπε υπερήφανη. Οπότε ναι η αποσκευή μου είναι έτοιμη.

-Και τον Μπρούνο σε ποια αποσκευή θα τον χωρέσεις;, ρώτησα και την κοίταξα.

Χλωμιασε απότομα. Της προσέφερα τον καφέ και σηκώθηκα να φύγω.

Ο Λιποτάκτης των SS.Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ