|Κεφάλαιο 40|

973 75 35
                                    

Προχωρούσα στο δρόμο μπροστά από τον Ιωάννη και όσοι κάτοικοι μας γνώριζαν με κοιτούσαν γεμάτοι αηδία. Από τη στιγμή που η σόλα του παπουτσιού μου πάτησε την αυλή του σπιτιού, θυμάμαι κάθε στιγμή με λεπτομέρεια. Με στοιχειώνει. Το βλέπω κάθε μέρα στον ύπνο μου. Δεν μπορώ να ξεχάσω όσο και να θέλω. Συγνώμη μαμά, συγνώμη μπαμπά. Συγνώμη και στα αδέρφια μου. Δεν μπόρεσα να μας προστατεύσω. Συγνώμη στον Δημήτρη που έφυγε για να είναι πλέον με την αγαπημένη του Σοφία και στον Ανδρέα, που βίωσε όλα αυτά ενώ ήταν στον ξενώνα.

10 Νοεμβρίου 1943, Τρένο προς Βερολίνο.
Ήμασταν σε καμπίνα. Όλοι μαζί. Τόσο άβολο, τόσο περίεργο. Κρατούσα διαρκώς τα χέρια τους, για να τους δώσω κουράγιο. Δεν ξέρω που μας πάει. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν ξέρω γιατί μας πάει εκεί. Μόνο μνήμες μου έρχονταν στο μυαλό. Αρχικά πως κατέληξα εδώ, και ύστερα έκανα μια ιστορική αναδρομή σε όμορφες αναμνήσεις από το παρελθόν μου. Η μνήμη του μικρού αδερφού μου να χαμογελάει. Με μια μόνη ευχή είχα μείνει, να μπορέσω να πάω κοντά του. Πλέον τον ζητούσα το θάνατο, ήταν καλύτερα έτσι.

Περπατούσα με το κεφάλι ψηλά, ήμουν υπερήφανη. Δεν με ενδιέφερε ότι έφυγα από το σύζυγό μου. Στοιχηματίζω ότι κάποια στιγμή, θα είναι φυσιολογικό για μια γυναίκα να εγκαταλείπει το σύζυγό της αν δεν της συμπεριφερεται σωστά.

Μπήκα μέσα στο σπίτι. Έβγαλα το παλτό μου και ξεκίνησα να ανεβαίνω τις σκάλες.

-Που νομίζεις ότι πας;, ρώτησε ο Ιωάννης καθώς άφηνε το καπέλο του στον καλόγερο.

-Στον ξενώνα, απάντησα.

-Δεν νομίζω, είπε. Στο δωμάτιο μας θα πας.

-Δεν θέλω να το στερησω από την αγαπημένη σου, είπα και την κοίταξα ψυχρά.

-Κανόνισε τι θα μαγειρέψεις να φάμε, είπε εκείνος.

-Δεν πεινάω, είπα.

-Πεινάω εγώ όμως, είπε. Και να βάλεις όλη σου την τέχνη όπως παλιά.

Ανέβηκα πάνω στο δωμάτιο και έπεσα με το πρόσωπο στο μαξιλάρι. Έκλαιγα τόσο που νόμιζα ότι αφιδατώθηκα. Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει, δεν είχα αλλάξει στάση. Ούτε και σκέψεις, να ναι οι δύο τους καλά. Μόνο αυτό ζητούσα. Ας ήμουν εγώ φυλακισμένη, αλλά ας τις έβρισκε ο Γουόλτερ πριν από εκείνους.

Λίγο πριν νυχτώσει με φώναξε κάτω ο "αφέντης" να μαγειρέψω όσο εκείνος θα έλειπε για μερικές ώρες, έτσι πήγα και κλείστηκα στο μοναδικό παρελθοντικο μου καταφύγιο. Την κουζίνα. Ισως εκεί ένιωθα λίγο παραπάνω ασφάλεια για να είμαι ειλικρινής.

Ο Λιποτάκτης των SS.حيث تعيش القصص. اكتشف الآن