|Κεφάλαιο 67|

879 67 12
                                    

Από μικρό παιδί είχα συνδυάσει τις μνήμες με τις μυρωδιές. Τα κουλουράκια της γιαγιάς, ο μπακλαβάς της θείας Ελένης, μέχρι και το άρωμα που είχε πάρει η μαμά από το Παρίσι. Τα σακάκια του Ιωάννη πάντα είχαν μια ξεχωριστή μυρωδιά σχεδόν σαν μέντα, όπως και ο Γουόλτερ ένα άρωμα ναρκωτικό που πάντα γέμιζε το χώρο και μπορούσα να τον ανιχνευσω σαν σκύλος.

Η μυρωδιά της καμμένης σάρκας είχε χαράξει τον εγκέφαλο μου· Πολωνία, είχε μια αίσθηση από Ναζιστική Ευρώπη. Το αλκοόλ των κατακτητών σε συνδυασμό με τη βρώμα και την μιζέρια εκείνου του στρατοπέδου, δεν έχει προηγούμενο. Ούτε στον άνθρωπο που μισείς, δεν εύχεσαι μια τέτοια μυρωδιά.

5 Μαρτίου 1950, Θεσσαλονίκη.
Κατόπιν συνεννόησης ο Νέιτ κατάφερε να με οδηγήσει εδώ, μέσω του Σμηναγού Γκολντμπλατ. Με μια στάση στο Λονδίνο και αρκετές ώρες ταξίδι, καταφέραμε να φτάσουμε στη μητέρα γη. Ίσως και να γνωριστούμε καλύτερα. Αλλά εμένα το μυαλό μου ήταν μόνο εκεί, στη Θεσσαλονίκη μου.

Γυρνώντας πίσω στην πόλη κατάλαβα τη διαφορά στη μυρωδιά. Πρώτη μέρα του μήνα που ξεκινά η άνοιξη και το κρύο ακόμη είναι τσουχτερό. Η μέρα όμως διαψεύδει τον άνεμο και την παγωνιά, δίνοντας μία ελπίδα ότι το άρωμα από το τζάκι θα φύγει σε λίγο καιρό και το μόνο που θα μυρίζει θα είναι τα λουλούδια που ανθίζουν.

Μπορούσα να ξεχωρίσω το άρωμα της Θεσσαλονίκης ανάμεσα από τόσα άλλα· ακομη και στην Αθήνα καταλάβαινα τη διαφορά. Μια είναι η Θεσσαλονίκη, και δεν θα αλλάξει ποτέ. Εδώ μεγάλωσα, εγώ έζησα και εδώ επέστρεψα.

Περπατούσα στο δρόμο μοναχιά μου χωρίς να το πιστεύω ότι γύρισα πίσω. Ο Σμηναγος είπε ότι ήθελε να με αφήσει μόνη να διευθέτησω ότι χρειάζεται, ανεβάζοντας τον πολύ στα μάτια μου. Ναι, προτιμούσα να είμαι μόνη μου πίσω εδώ. Η πόλη αυτή είχε χαραχθει με μυρωδιές, λόγια και πρόσωπα πλέον. Δεν μπορούσε κανείς να μου τα διαγράψει από το μυαλό. Περπατούσα για να θυμηθώ, έπρεπε να θυμηθώ για να μην ξεχάσω ποτέ· "δεν πρέπει να ξεχάσεις ποτέ", θυμιζα στον εαυτό μου καθώς περνούσα μπροστά από την Πλατεία Ελευθερίας. 

"Ποτέ", επανέλαβα, καθώς περνούσα έξω από το Παρθεναγωγειο τραβώντας το βλέμμα μου μακριά. Ήμουν πλέον στους δρόμους κοντά στο σπίτι των γονέων μου και του θείου Αλέξανδρου. Η καρδιά μου σφιγγοταν μόνο στην ιδέα. Ήθελα να πάω να χτυπήσω τη ξύλινη πόρτα του σπιτιού και να μου ανοίξει ο Ισαάκ, αλλά απλά στεκόμουν εκεί και περνούσαν οι στιγμές μου μια προς μια.

Ο Λιποτάκτης των SS.Where stories live. Discover now