s i x t e e n

897 123 175
                                    

Πάντα μου άρεσε ο Cameron, τα μαλλιά του, τα μάτια του, τα χείλια του. Ήμουν ερωτευμένη με κάθε πτυχή του εαυτού του. Κάθε ατέλεια του. Αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνος του στην ουσία, εφόσον οι γονείς του απέτυχαν στο να είναι γονείς. Το ίδιο και οι δικοί μου και ίσως αυτό μας έφερε κοντά.

Ο πατέρας του, από τότε που τον θυμάμαι ήταν πάντα μπλεγμένος στα ναρκωτικά. Ότι ναρκωτικό μπορείς να φανταστείς, το είχε δοκιμάσει. Ναρκωτικά όπως κοκαινη, κρακ, μεθαμφεταμίνη, ιρωίνη, κάνναβις, κεταμίνη, εκταση, GHB. Ακόμη και παραισθησιογόνα. Μερικές φορές λιποθυμαγε από υπερβολική δόση και ο Cameron ήλπιζε να πεθάνει.
Μα ποτέ δεν πέθαινε.

Η μητέρα του απλά έπινε. Αντί για καφέ, έπινε ουίσκι. Σκέτο. Δεν έτρωγε. Έτρωγε μόνο για να μην πεθάνει. Δεν ένιωθε την πείνα. Απλά έπινε. Γινόταν πίτα και φώναζε και χτυπούσε τον γιο της. Εάν ο Cameron δεν της έφερνε αλκοόλ, τον χτύπαγε. Συνήθως με ότι βρει μπροστά της. Δεν λέρωνε τα χέρια της, χρησιμοποιούσε αντικείμενα εναντίον του.

Εάν κοίταγες προσεκτικά τα χέρια του, τα πόδια του, το σώμα του γενικότερα, θα αντικριζες τους μώλωπες στο δέρμα του, τα κοψίματα που έκρυβε κάτω από τα ρούχα του, τα χτυπήματα που ανεχόταν, τον ψυχολογικό πόλεμο που του ασκούσαν, την άθλια ζωή που ζούσε. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Δεν μπορούσε να πάει κάπου. Ήταν μονάχα ένα παιδί. Ένα 9χρονο παιδί.

Ένα παιδί που αναγκάστηκε να μεγαλώσει μόνο του. Έχανε το σχολείο για να κλέβει φαγητό, εφόσον στο ψυγείο δεν υπήρχε τίποτα. Και αν εκείνος δεν έπαιρνε φαγητό, δεν θα το έκανε κανένας. Το ήξερε αυτό. Η ζωή του ήταν άθλια. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσο απαίσιοι γονείς, μέχρι που γνώρισα τους δικούς του.

Μέχρι και οι δικοί μου γονείς ήταν έναν βαθμό καλύτεροι. Τουλάχιστον δεν με χτυπούσαν σε τέτοιο βαθμό. Και οι δύο μπλεγμένοι στα ναρκωτικά. Το μόνο που τους ένοιαζαν ήταν να βρουν την επόμενη δόση τους.

Ήμουν 11. Οι γονείς μου έλειπαν. Δεν ήξερα που ήταν. Όταν τολμαγα να ρωτήσω που πηγαίνουν και πως δεν ήθελα να μείνω μόνη μου γιατί φοβόμουν, με πλησίαζαν απειλητικά και μου έλεγαν να το βουλώσω και να κοιμηθώ.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Τους περίμενα. Η μαμά μου ήρθε ημιλιποθυμη και σωριάστηκε στο σαλόνι από υπερβολική δόση, ο μπαμπάς δεν εμφανίστηκε εκείνη τη νύχτα. Δεν την είχα ξανά δει σε τόσο άσχημη κατάσταση. Τρομαγμένη με την κατάσταση της λοιπόν, την έσυρα στο μπάνιο. Γέμισα την μπανιέρα με παγάκια και την έβαλα με δυσκολία μέσα. Δεν μπορούσα να πάρω ασθενοφόρο. Θα μάθαιναν πως είναι χρήστης και θα με έπαιρνε η Πρόνοια.

Follow the lawsWhere stories live. Discover now