t h i r t y - f i v e

861 110 111
                                    

Μου γυρνάει πλάτη. Περνάει τα δάχτυλα του μέσα από τα μαλλιά του και κλωτσήσει οργισμένος μια πέτρα, η οποία κατρακυλάει από το βουνό και δευτερόλεπτα μετά, ακούγεται ο ήχος από αυτήν να βρίσκει το έδαφος.

«Γιατί δεν μου το είχες πει νωρίτερα;», ψιθυρίζω. Ίσως όλα να ήταν διαφορετικά αν το είχε κάνει.

Στο άκουσμα της ερώτησης μου γυρίζει προς το μέρος μου. Τα μάτια του έρχονται επιτέλους σε επαφή με τα δικά μου και το βλέμμα του φαίνεται χαμένο. «Τί θα άλλαζε, Lexi;», φωνάζει.

Ίσως αν μου είχε μιλήσει τότε, να μην βρισκόμασταν σε αυτήν την θέση τότε.
Πάω να μιλήσω μα υψώνει το χέρι του στο ύψος μου.

«Ημουν δεκαοχτώ γαμώτο, και εσύ δεκαεπτά. Τί πιστεύεις πως θα μπορούσαμε να κάνουμε; Να το σκάσουμε;», φωνάζει σαρκαστικά.
«Δεν θα ρίσκαρα ποτέ την ζωή σου με αυτόν τον τρόπο. Δεν είχα άλλη επιλογή».

Εξακολουθώ πιστεύω πως θα μπορούσαμε να είχαμε βρει μια λύση. Όμως από την μια έχει δίκιο. Αν ήμουν στην θέση του θα έκανα ακριβώς το ίδιο.

Ήξερε πως αν μου το έλεγε τότε εγώ θα αρνιομουν να χωρίσουμε και θα έμενα δίπλα του, αψηφώντας τον κίνδυνο. Φυσικά, από την πλευρά του έχει δίκιο και έπραξε σωστά, μα τα λόγια του εκείνο το βράδυ ήταν υπερβολικά σκληρά. Αυτό δεν αλλάζει.

«Εντάξει, εν μέρη έχεις δίκιο, μα…»

«Γιατί δεν με μισείς;», με διακόπτει χαμηλόφωνα. Βάζει τα χέρια του μέσα στην τσέπες του τζιν και αφού απομακρύνει λίγο το βλέμμα του με κοιτάζει με προσμονή, σαν η απάντηση μου να είναι ζωτικής σημασίας.

Μένω κοκαλωμένη και τον κοιτάζω σαστισμένη. «Τί;»

Ξεφυσάει θυμωμένος. «Γιατί δεν με μισείς γαμώτο σου; Σε χτυπούσα, σου μίλαγα άσχημα, σε πλήγωσα. Γιατί δεν με μισείς λοιπόν;», ωρύεται.

Έχω μείνει παγάκι, δεν βγαίνει απάντηση από τα χείλη μου. Θέλω να μιλήσω, να του πω πως δεν θα μπορούσα ποτέ να τον μισήσω, μα είναι λες και έχει παγώσει ο χρόνος. Για την ακρίβεια, ειναι λες και έχω παγώσει εγώ, ενώ όλα γύρω μου είναι φυσιολογικά.

«Πες κάτι γαμώτο σου», τον ακούω να φωνάζει.

Αφήνω μια ήρεμη ανάσα. Οι δαίμονες μέσα του χορεύουν και δεν ξέρω πως να τους ηρεμήσω.

«Εγώ…»

«Εσύ τι;», ουρλιάζει πιάνοντας τα μαλλιά του εξαγριωμένος. Τα μάτια του γυαλίζουν ελάχιστα και θα ορκίζομουν πως δακρύζει, ή τα μάτια μου με απατούν.

Follow the lawsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora