Πρόλογος

206 23 169
                                    

Το σκοτάδι ήταν πηχτό πάνω από τη θάλασσα εκείνη τη νύχτα. Ήταν ίσως η πιο σκοτεινή που είχε δει το νησί ως τότε. Τα θαλασσοπούλια που έκρωζαν πετώντας πάνω από τα κύματα για τις φωλιές τους ακούγονταν ως κι αυτά μακάβρια και μαύρα σαν κοράκια. Τα φώτα από τα σπίτια, τις βάρκες της προκυμαίας και τον πανύψηλο φάρο κοντά στην ακτή έλαμπαν δυσοίωνα μέσα στο ζοφερό νυχτερινό πέπλο. Ένας ύπουλος αέρας που σφύριζε με τρόπο ανατριχιαστικό, σαν να τραγουδούσε το νανούρισμα του Θανάτου, γλιστρούσε νωχελικά μέσα από τα φύλλα και τα κλαδιά των δέντρων πριν φύγει ύστερα για την πόλη και ξεσπάσει στους τοίχους και τα παράθυρα των σπιτιών, με τα δύστυχα παιδιά να κρύβονται κάτω από τα σκεπάσματά τους φοβισμένα ακούγοντας τη δυσοίωνη φωνή του.

Σ’ έναν ανηφορικό δρόμο πλάι στη θάλασσα, που κατέληγε σ’ ένα από τα βραχώδη υψώματα του νησιού, ένας ψηλόλιγνος άντρας με μακριά πόδια βάδιζε ελαφρώς σκυφτός, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη. Ντυμένος στα μαύρα και χαμένος μέσα στο σκοτάδι, έμοιαζε κι εκείνος κομμάτι της απόκοσμης αποψινής νύχτας, σαν τον κακό μάγο ίσως που είχε απλώσει τέτοιο έρεβος πάνω στη γη. Πήγαινε εμπρός, αγνοώντας τον αέρα που τον τύλιγε παγερός και τα νυχτοπούλια που πετούσαν πού και πού πάνω απ’ το κεφάλι του φωνάζοντας το ένα το άλλο, σαν να ήταν βυθισμένος σ’ έναν δικό του κόσμο, ολότελα αφοσιωμένος στις σκέψεις που ολοφάνερα τον περιτριγύριζαν και περπατούσαν κι εκείνες μαζί του προς την κορυφή της ανηφόρας.

Ο άντρας κοιτούσε τα πόδια του και βαριανάσαινε• το ανέβασμα ήταν κουραστικό, μα με τη μανία που είχε μέσα του για αυτό που πήγαινε να κάνει, θα μπορούσε να ανέβει και να κατέβει αυτόν τον δρόμο κι άλλες τρεις φορές, έτσι ένιωθε. Το πρόσωπό του συσπάστηκε στιγμιαία από θυμό και θλίψη. Του ήρθε κάτι σαν ζαλάδα• έκανε για λίγο να σταματήσει, μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Συνέχισε τον δρόμο του. Όχι, δεν έπρεπε να λιγοψυχήσει. Την τελευταία φορά που θα τη συναντούσε, έπρεπε να της δείξει το σκληρό του πρόσωπο. Γιατί αυτό της άξιζε. Να μάθει ότι όλα πληρώνονταν, πόσο μάλλον το ανθρώπινο αίμα.
Μια ξαφνική ανατριχίλα διαπέρασε τα μέλη του. Και μόνο στη σκέψη της όλο το μέσα του ανταριαζόταν. Ήταν σχεδόν απίστευτο: αυτή η γυναίκα που κάποτε είχε, έστω και λίγο, αγαπήσει, τώρα είχε μεταμορφωθεί στα μάτια του σε τίποτα παραπάνω από ένα τέρας, από τα χειρότερα που θα μπορούσε να πλάσει ο νους του.

Περπατούσε. Στο βάθος φάνηκε ένα καταθλιπτικό τετράγωνο κτίριο, φτιαγμένο από σκούρο γκρίζο τσιμέντο, με σιδερόφραχτα παράθυρα σκόρπια πάνω του. Γύρω του τίποτε ζωντανό δεν υπήρχε• τα δέντρα, που μέχρι πριν λίγο στέκονταν φύλακες επιβλητικοί και καταπράσινοι στις δυο πλευρές της ανηφόρας, χάνονταν ξαφνικά καθώς ο άντρας έφτανε κοντά στο μουντό κτίριο, με την καρδιά του να χτυπάει τόσο δυνατά όσο δεν είχε ποτέ χτυπήσει. Τα χέρια του λύθηκαν και κρεμάστηκαν στις δυο πλευρές του σώματός του. Τώρα, θα πρόσεχε. Έπρεπε να εγκαταλείψει όλα του τα συναισθήματα στην πύλη αυτής της φυλακής, να μην της δείξει καμιά αδυναμία. Η αδυναμία θα ήταν για εκείνη πολύτιμη, θα την άρπαζε σαν σωτήριο σκοινί για να παίξει με τις χορδές του μυαλού του. Μέχρι πριν λίγο καιρό δε θα μπορούσε ποτέ να την βλέπει σαν ένα πλάσμα τόσο μοχθηρό. Μα τώρα, ήξερε.

Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24Where stories live. Discover now