Κόντευαν σχεδόν μεσάνυχτα όταν ο Νικόλας, ακολουθώντας τα φώτα του δρόμου της προκυμαίας, έφτασε στον κίτρινο φάρο. Ένιωθε κουρασμένος, κι όχι επειδή είχε κάνει όλο τον δρόμο από τον ξενώνα ως το σπίτι της Έρσης κι ύστερα ως εκεί. Ήταν κουρασμένος μέσα του. Ο πατέρας του είχε φτάσει νωρίτερα. Το φως στο παράθυρο του σπιτιού τους κάτω από τον φάρο φανέρωνε πως ήταν ακόμα ξύπνιος και τον περίμενε. Χαμογέλασε αμυδρά• έτσι ήταν πάντα ο πατέρας του. Δεν ησύχαζε αν δεν τον είχε δίπλα του ή τουλάχιστον αν δεν ήξερε πού ήταν. Ήξερε ότι δεν ήταν όλοι οι πατεράδες έτσι. Ήταν τυχερός που τον είχε, κι ας μην είχε την μητέρα του, ας μη θυμόταν τίποτα από εκείνη.
Πλησίασε στην πόρτα, αλλά πριν μπει μέσα κοντοστάθηκε. Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, μήπως και έδιωχνε από το μυαλό του όλες αυτές τις σκέψεις που τον έκαναν να μοιάζει ανήσυχος και λυπημένος. Την Μαργαρίτα. Το πόσο κοντά ήταν στο να της πει αυτά που ένιωθε. Τον ξένο που ήρθε και τους την πήρε μέσα από τα χέρια. Να ήταν άραγε ακόμα μαζί; Τι λες να της είχε πει; Ο Θύμιος, όταν είχαν μείνει μόνοι τους, του είχε πει πως ζήλευε. Ναι, το παραδεχόταν. Ζήλευε. Και μόνο στη σκέψη πως αυτός μπορεί να αισθανόταν έστω και το παραμικρό ενδιαφέρον για την Μαργαρίτα, πως μπορεί να της έλεγε κι εκείνος πως ένιωθε ερωτευμένος μαζί της και να τον προλάβαινε, κάτι τον έπιανε.
Λένε πως η ζήλια είναι επικίνδυνο συναίσθημα. Είναι όμως δύσκολο να της ξεφύγεις. Αυτό δεν το λένε.
Ξεφύσηξε και ανοίγοντας την πόρτα μπήκε στο σπίτι.
«Καλώς τον» άκουσε την φωνή του Παύλου, που εμφανίστηκε στην είσοδο όσο εκείνος έβγαζε το παλτό του και το κρεμούσε δίπλα από την πόρτα. Κοιτάζοντάς τον καλύτερα, ο πατέρας του πρόσθεσε: «Καλά, τι μούτρα είναι αυτά;»
«Ποια;» έκανε ο Νικόλας πως δεν τον κατάλαβε, ο Παύλος όμως τον κοίταξε με νόημα.
«Έλα τώρα. Σε μένα δεν πιάνουν αυτά και το ξέρεις. Τι έγινε;» επέμεινε.
Ο Νικόλας, για να τον αποφύγει, τον προσπέρασε και περπάτησε προς το σαλόνι, ύστερα προς το δωμάτιο όπου κοιμόταν, λέγοντας ταυτόχρονα:
«Τίποτα. Απλά είμαι κουρασμένος. Θα τα πούμε το πρωί καλύτερα».
Ένιωσε το χέρι του πατέρα του στον ώμο του και γύρισε.
«Μπαμπά, αλήθεια είμαι καλά» είπε, ξέροντας ότι δεν τον έπειθε καθόλου.
«Δεν είσαι καλά, Νικόλα» απάντησε ο Παύλος και του έδειξε το τραπέζι της κουζίνας με ένα νεύμα. «Έλα. Κάτσε να μου πεις τι έγινε. Έχουμε καιρό να τα κουβεντιάσουμε έτσι οι δυο μας».Αναστέναξε. Ήξερε ότι δεν θα του ξέφευγε εύκολα, έτσι τράβηξε τη μία ξύλινη καρέκλα του τραπεζιού και κάθισε. Ο Παύλος πήρε θέση απέναντί του. Από πίσω του κρέμονταν, όπως πάντα, οι παλιές φωτογραφίες. Εκείνη που είχαν βγάλει με τη μητέρα του όταν ήταν μωρό κι εκείνη που ήταν οι δυο τους. Μόνο οι δυο τους, όπως μια ζωή. Θυμόταν πως υπήρχαν μερικά παιδιά στο σχολείο, όταν ήταν πολύ μικρός ακόμα, που παραξενεύονταν όταν μάθαιναν ότι δεν είχε μητέρα. Ήταν αδύνατον, έλεγαν• όλοι είχαν μία! Κανένα από αυτά δεν τα έβαζε ο πατέρας τους για ύπνο τραγουδώντας - ακόμα και με την φάλτσα, βαριά του φωνή - ή λέγοντάς τους παραμύθια. Για κανένα δεν μαγείρευε ο πατέρας τους φορώντας μάλιστα την άσπρη ποδιά με τα λουλούδια που φορούσε η μαμά τους πριν πεθάνει και λέγοντας ότι μπορούσαν να αρέσουν σε όλους τα λουλούδια. Λίγα διάβαζαν κι έπαιζαν με τον πατέρα τους• συνήθως ήταν κουρασμένος από τη δουλειά. Ο Νικόλας παλιότερα νόμιζε πως ο δικός του πατέρας μ’ έναν μαγικό τρόπο δεν κουραζόταν ποτέ. Αργότερα κατάλαβε πως έβαζε την κούρασή του στην άκρη για να μην λείψει σ’ εκείνον.
KAMU SEDANG MEMBACA
Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24
FantasiΜια όμορφη άνοιξη, η Ίριδα μετακομίζει με την κόρη της τη Μαργαρίτα σε μια μικρή ήσυχη πόλη στα νότια της χώρας τους. Μια πόλη όπου τα λιβάδια είναι ξερά, χωρίς λουλούδια, κι ένα κοιμισμένο ποτάμι κυλά μέσα από τους δρόμους και τα σπίτια. Όπου οι κά...