Κεφάλαιο 33

62 5 36
                                    

Τα χειμωνιάτικα κρύα του Γενάρη στην ήπειρο δεν συγκρίνονταν με τίποτα με τα κρύα που έκανε την ίδια εποχή στο νησί. Στην άλλη πλευρά της θάλασσας, εκεί όπου πολλοί δεν θα εύχονταν ούτε στον χειρότερο εχθρό τους να βρεθεί, οδηγούμενοι από παλιά μίση και δεισιδαιμονίες, ξημέρωναν πρωινά με παγωμένο άνεμο, υγρή ομίχλη και ταραγμένη θάλασσα που τα κύματά της έσκαγαν ανήσυχα με δύναμη στην ακτή. Ήταν η πρώτη και η πιο μεγαλόπρεπη εμφάνιση του χειμώνα, όσο σκληρού κι απειλητικού μπορούσε να είναι. Όταν οι άλλες εποχές απλώς περνούσαν από το νησί σκορπώντας τα χρώματα και τις μυρωδιές τους, ο χειμώνας κατέφθανε αφέντης του. Οι παλιοί παγανιστές τον ζωγράφιζαν σαν παντοδύναμη θεότητα πάνω σε θρόνο. Ολόγυρά του άπλωνε την τεράστια κάπα του, από την οποία ξεφύτρωναν παγωμένοι σταλακτίτες.

Ο Νικόλας μετά τις γιορτές ξυπνούσε κάθε πρωί από τα χαράματα, έχοντας την τέλεια εμπειρία από τις ψυχρές πρώτες ώρες της ημέρας• πλέον δούλευε για έναν γνωστό του πατέρα του που έβγαινε στα ανοιχτά για να ψαρέψει μαζί και μ’ άλλους. Κι όμως αυτά τα κρύα ξημερώματα ήταν αυτά που τον έκαναν να εύχεται, όσο καθόταν δίπλα στο παράθυρο κι έτρωγε κάτι πρόχειρο για πρωινό, να ξεχνούσε ο Στρατής να ’ρθει να τον βρει σήμερα με το καΐκι και να τον άφηνε να μείνει εκεί και να κοιτάζει έξω, απλώς να κοιτάζει. Ήταν τόσο όμορφη η θάλασσα, αναστατωμένη και ζωντανή κάτω από τον ουρανό τον σκοτεινιασμένο ακόμα από την εκπνοή της νύχτας.

Η δουλειά βέβαια ήταν σκληρή και δύσκολη, ειδικά με τον χειμωνιάτικο καιρό, αλλά είχε τουλάχιστον κάτι να ξεχνιέται, αλλιώς θα καθόταν όλη μέρα εκεί και θα σκεφτόταν μελαγχολικός πόσο του είχαν λείψει τα καλοκαίρια που η γνωστή παλιοπαρέα ξόδευε αλόγιστα τις ώρες στη θάλασσα χωρίς καμία έγνοια, καμιά στενοχώρια, κανέναν μακριά απ’ τους υπόλοιπους. Τουλάχιστον είχε συντροφιά τον Θύμιο, που δούλευε κι αυτός με τους ψαράδες και κοιμόταν στον φάρο τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας. Η Έρση πάλι, που δεν άντεχε να μένει μόνη στο σπίτι της, βοηθούσε στον ξενώνα, κρατούσε συντροφιά στην Φωτεινή και την Ελπίδα και πότε πότε περνούσε από τον φάρο να δει τα δύο αγόρια. Την Πρωτοχρονιά την είχαν περάσει μαζί οι τρεις τους, στήνοντας ένα μικρό τραπέζι εκεί και μετρώντας αντίστροφα για την καινούργια χρονιά που ξεκινούσε.

Πάντως, η απώλεια της ανεμελιάς δεν έμοιαζε να είναι πρόβλημα μονάχα της δικής τους παρέας. Όχι, από αυτά που είχε παρατηρήσει ο Νικόλας τουλάχιστον, μια γενικότερη βαριά ατμόσφαιρα απλωνόταν πάνω από τη μικρή τους πόλη, σαν την ηρεμία πριν από την καταιγίδα. Συνέβαιναν παράξενα πράγματα. Ξαφνικά εμφανίζονταν στο νησί άνθρωποι που δεν τους είχε ξαναδεί, μπαινόβγαιναν στο δημαρχείο, στον αστυνομικό σταθμό, ακόμα και στα καφενεία, και μιλούσαν για άντρες και γυναίκες με τρομακτικές μαγικές δυνάμεις που δολοφονούσαν, έκαιγαν, εξαφάνιζαν. Μιλούσαν για εξέγερση, για πόλεμο, πάλευαν να πείσουν τους νησιώτες που άλλοτε διατυμπάνιζαν πως μισούσαν ότι οι ζωές όλων κινδύνευαν και κάτι έπρεπε να γίνει γρήγορα για αυτό.

Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24Où les histoires vivent. Découvrez maintenant