Κεφάλαιο 18

64 6 81
                                    

6 χρόνια αργότερα, στην ήπειρο

Ο αστυνομικός σταθμός της γνωστής μικρής πόλης βρισκόταν σ’ ένα αρκετά απομακρυσμένο σημείο από το κέντρο της και τις περισσότερες πυκνοκατοικημένες γειτονιές. Ήταν ένα ψηλό κτίριο με έξι ορόφους και κάγκελα σ’ όλα του τα παράθυρα, βαμμένο σ’ ένα σκουροπράσινο και πλέον ξεφτισμένο χρώμα. Τριγύρω του υπήρχε μονάχα τσιμέντο• δέντρο ή πρασινάδα ούτε για δείγμα. Δίπλα στα πεζοδρόμια περίμεναν παρκαρισμένα τα λιγοστά αστυνομικά αυτοκίνητα και έξω από την πόρτα στέκονταν μονίμως δύο φύλακες με τα όπλα έτοιμα στις ζώνες τους. Το κρύο είχε κοκκινίσει τις μύτες τους κι είχε κάνει τα δάχτυλά τους να μουδιάσουν, παρ’ όλα αυτά ήξεραν πως για τις επόμενες ώρες της βάρδιας τους δεν μπορούσαν να κουνηθούν από τη θέση τους. Έμειναν να στέκονται και να σκέφτονται πως αυτός ήταν ένας από τους χειρότερους χειμώνες που είχε δει η πόλη τους ποτέ.

Η πόλη, όσο χαρούμενη και χρωματιστή έμοιαζε την άνοιξη, τόσο μουντή και καταθλιπτική φαινόταν τον χειμώνα, και ιδιαίτερα αυτόν τον χειμώνα. Τα χρώματα των σπιτιών σαν να είχαν ξεθωριάσει. Οι δρόμοι ήταν μοναχικοί, κι ας περνούσαν τόσοι άνθρωποι καθημερινά. Ο λόφος ήταν ολόγυμνος εδώ και χρόνια• δεν ξαναφύτρωσε τίποτα από εκείνη την άνοιξη που ένα μαγικό δικαστήριο εξόρισε στο νησί μια μικρή Μάγισσα της Φύσης. Στεκόταν τώρα παγωμένος, με τα δέντρα του να ξυλιάζουν χωρίς φύλλα στα κλαδιά τους, και πνιγμένος ξανά στα βρύα και τα αγριόχορτα. Όλα έδειχναν μια νεκρική, ανατριχιαστική ηρεμία, μια ηρεμία πριν την καταιγίδα που απ’ ό,τι έδειχναν τα μαντάτα, τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ακόμα και τα κουτσομπολιά μεταξύ γνωστών και φίλων δεν θα αργούσε να ξεσπάσει, όσο κι αν όλοι ή τουλάχιστον οι περισσότεροι το απεύχονταν με όλη τη δύναμή τους.

Ξεκινώντας όσο πιο νωρίς μπορούσε να πάει στον σταθμό, ένιωθε τον άνεμο να σπρώχνει τα κλαδιά των δέντρων και να χτυπά τους τοίχους και της φαινόταν σαν να ψιθύριζε κι αυτός, μαζί με τους περαστικούς, τα νέα που έφταναν στ’ αυτιά τα δικά της και των άλλων καθημερινά. Άντρας ιδιοκτήτης διαμερισμάτων βρέθηκε μυστηριωδώς νεκρός. Θάνατο από πνιγμό βρήκε γυναίκα στα βόρεια της χώρας. Παράξενα σκοτεινά πλάσματα εμφανίστηκαν σε δάσος κοντά στην πρωτεύουσα. Μυστηριώδης πυρκαγιά σκοτώνει ομάδα εργατών στα βόρεια.

Όλα αυτά σήμαιναν μόνο ένα πράγμα, συλλογιζόταν διαρκώς η Ίριδα καθώς βάδιζε σκυφτή, σαν να είχε γεράσει είκοσι χρόνια από τότε που είχε φύγει η κόρη της. Μαγεία. Μαγεία από κάποιους που είχαν αποφασίσει να αντιδράσουν επιτέλους στην βία και την τρομοκρατία που δέχονταν μετά το τέλος του πολέμου. Κάτι τέτοιες στιγμές ευγνωμονούσε την τύχη που είχε η Μαργαρίτα να βρίσκεται στο νησί, μίλια μακριά απ’ αυτές τις ταραχές.
Πήγαινε στον αστυνομικό σταθμό. Κάθε χρόνο τέτοια εποχή πήγαινε, και κάθε χρόνο την έδιωχναν, μα ποτέ δεν το έβαζε κάτω. Ζούσε ακόμα στο ίδιο σπίτι στον λόφο, μα είχε μαραζώσει κι εκείνη και αυτό. Έτρωγε ελάχιστα, κοιμόταν επίσης ελάχιστα και σχεδόν δεν έβγαινε έξω. Φορούσε ρούχα σε μουντά χρώματα, δεν είχε διάθεση για τίποτα χαρούμενο. Σπάνια άνοιγε τα παράθυρα, σπάνια άφηνε τον ήλιο να μπει μέσα στο σπίτι τραβώντας τις κουρτίνες. Το δωμάτιο της Μαργαρίτας είχε μείνει κλειστό, άδειο, σκοτεινό, όπως ακριβώς ήταν την τελευταία φορά που είχε κοιμηθεί σ’ αυτό. Η Ίριδα δεν άλλαζε τίποτα εκεί μέσα• όχι ότι είχε και συχνά τη δύναμη να μπει και να καθίσει εκεί.

Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24Onde histórias criam vida. Descubra agora