Παρά τους φόβους της Ελπίδας όμως, τα πρόλαβαν όλα. Μια μέρα πριν την παραμονή των Χριστουγέννων, το βράδυ της ανεπίσημης γιορτής που οργάνωναν οι φίλοι μεταξύ τους, το μέρος ξεχώριζε καμαρωτό ανάμεσα στα γιορτινά στολισμένα σπίτια που το περικύκλωναν. Γιρλάντες που γυάλιζαν, κόκκινες και πράσινες κορδέλες και χρυσοκίτρινα ηλεκτρικά φώτα στόλιζαν τα μπαλκόνια και τα παράθυρα. Στην πόρτα είχαν κρεμάσει ένα μεγάλο, ολοστρόγγυλο χριστουγεννιάτικο στεφάνι κι αν την άνοιγε κανείς, το πρώτο πράγμα που αιχμαλώτιζε το μάτι ήταν το φουντωτό έλατο με το άστρο στην κορυφή, στολισμένο με κάθε λογής στολίδια που είχαν βρεθεί στις αποθήκες της Ελπίδας αλλά και των σπιτιών των υπολοίπων παιδιών, που είχαν συνδράμει με χαρά στην διακόσμηση του δέντρου. Η Δάφνη τουλάχιστον είχε χαρεί πάρα πολύ που είχε ξεφορτωθεί όλα τα στολίδια που δεν χρησιμοποιούσε πια εδώ και καιρό. Τα είχε μαζέψει όλα σ’ ένα παλιό χαρτόκουτο και τα είχε βάλει στην αγκαλιά της Μαργαρίτας ένα από τα πρωινά που πήγαινε να βοηθήσει στο στόλισμα κι εκείνη μόνο που δεν είχε πέσει από το βάρος του στον δρόμο. Δεν υπήρχε αμφιβολία• ο ξενώνας ήταν πανέτοιμος να γίνει μάρτυρας της πιο μεγάλης γιορτής για τα Χριστούγεννα που γινόταν στην πόλη εδώ και χρόνια.
Προς το παρόν όμως, σ’ ένα από τα τραπέζια της τραπεζαρίας κοντά στο τζάκι κάθονταν οι τέσσερις φίλοι μαζί με τον Παύλο και τον Θωμά, καθώς και την μικρή Φωτεινή. Η Ελπίδα, αφού τους είχε ταΐσει διάφορες από τις σπιτικές λιχουδιές της, τους μοίραζε τις κάλτσες με τα ονόματά τους που είχε κρεμάσει στο τζάκι.
«Κι αυτή εδώ για την Έρση!» είπε και έδωσε μία στο μελαχρινό κορίτσι.
«Σας ευχαριστώ...Ω, Θεέ μου, είναι βαριά!» χαμογέλασε η Έρση και ψαχούλεψε μέσα στην κάλτσα, ώσπου αποκάλυψε στους υπόλοιπους μια μικρή τσαγιέρα σε μπλε χρώμα με κλαδιά αμυγδαλιάς και βιολέτες ζωγραφισμένα πάνω της. «Μ’ αρέσει πολύ!» είπε ενθουσιασμένη. «Εδώ θα φτιάχνω το τσάι μου από δω και πέρα. Σας ευχαριστώ, είναι υπέροχη!»
«Να ’σαι καλά, κορίτσι μου» είπε η Ελπίδα γλυκά και την αγκάλιασε για λίγο από τους ώμους. «Θα ’θελα πολύ να φτιάξω και στους γονείς σου δώρα, αλλά δυστυχώς δεν ήξερα τι τους αρέσει, οπότε...»
«Ναι, μην ανησυχείτε» την έκοψε η Έρση παλεύοντας να κρύψει τη σκιά που απλώθηκε στα μάτια της. «Θα τους πω ότι τους σκεφτήκατε. Και μόνο αυτό θα τους δώσει μεγάλη χαρά. Λυπούνται που δεν μπορούσαν να είναι εδώ και...και σας εύχονται καλά Χριστούγεννα.»Ο Παύλος ξερόβηξε.
«Λοιπόν, συνεχίζουμε; Μ’ έχει φάει η αγωνία φέτος. Όλα φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα!» αστειεύτηκε σε μια προσπάθεια να αλλάξει θέμα. «Σειρά έχει η Μαργαρίτα μας, σωστά;» έκανε και έκλεισε το μάτι του χαμογελώντας στην κοκκινομάλλα.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε. Ήξερε πως το έκανε για την ανιψιά του. Καμιά φορά αναρωτιόταν πώς αυτός ο μοναχικός άνθρωπος είχε τόσο κουράγιο και τόσο χώρο στην καρδιά του για αγαπάει και την Έρση κι εκείνη και τον Θύμιο σαν να ήταν όλοι τους ανίψια του, ακόμα και παιδιά του. Σίγουρα όμως, πιο πολύ απ’ όλους αγαπούσε τον γιο του.
Η Ελπίδα έμοιαζε να μην βρίσκει αμέσως τις λέξεις να απαντήσει, αλλά ο Θύμιος την βοήθησε.
«Το δώρο της Μαργαρίτας φέτος είναι πιο...ιδιαίτερη περίπτωση» εξήγησε ανταλλάζοντας με τους γονείς του συνθηματικές ματιές. «Γι’αυτό, αν δεν σε πειράζει κι εσένα, Μαργαριτούλα, λέγαμε να σ’ αφήσουμε για το τέλος.»
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους.
«Φυσικά και δεν με πειράζει» είπε.
«Τελευταίο και καλύτερο, δε λένε;» ρώτησε ο πατέρας του Θύμιου κι όλοι φάνηκαν να συμφωνούν.
«Θωμά, δεν πας εσύ να το φέρεις;» του ζήτησε η Ελπίδα κι εκείνος σηκώθηκε πρόθυμα και διασχίζοντας όλη την τραπεζαρία χάθηκε για λίγο πίσω από μια πόρτα στο βάθος που έγραφε ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ - ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ.
VOCÊ ESTÁ LENDO
Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24
FantasiaΜια όμορφη άνοιξη, η Ίριδα μετακομίζει με την κόρη της τη Μαργαρίτα σε μια μικρή ήσυχη πόλη στα νότια της χώρας τους. Μια πόλη όπου τα λιβάδια είναι ξερά, χωρίς λουλούδια, κι ένα κοιμισμένο ποτάμι κυλά μέσα από τους δρόμους και τα σπίτια. Όπου οι κά...