Κεφάλαιο 36

50 8 50
                                    

Κάθε εβδομάδα στην μικρή παραθαλάσσια πρωτεύουσα του νησιού ήταν μια συγκεκριμένη ημέρα που, παρά το κρύο, τη ζέστη ή τη βροχή, το κέντρο της πόλης γέμιζε με φωνές, μυρωδιές, χρώματα και ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν, ανάμεσα σε σκεπαστούς πάγκους με χιλιάδες διαφορετικά πράγματα. Στην μεγάλη αγορά που στηνόταν εκεί, μπορούσες να βρεις κυριολεκτικά τα πάντα: από φρέσκα λαχανικά και φρούτα, ψάρια κατευθείαν από τη θάλασσα, μπαχαρικά, τσάι, μαρμελάδες και σπιτικά γλυκά, μέχρι υφάσματα, αντίκες, βιβλία, βοτάνια, αλοιφές και φίλτρα των Θεραπευτών και πολύχρωμα φυτά και άνθη που πουλούσαν οι Μάγισσες της Φύσης για τα μπαλκόνια και τους κήπους, προστατευμένα από την δική τους μαγεία για να μη μαραίνονται τον χειμώνα. Άλλη μια απόδειξη ότι με την παρουσία τόσων πολλών μάγων ελεύθερων να κάνουν αυτό που ήξεραν πιο καλά απ’ όλα, το τοπίο της πόλης είχε οριστικά αλλάξει.

Ο Νικόλας λάτρευε από μικρός να περπατάει μέσα από την αγορά. Όταν ήταν παιδί παρακαλούσε τον Παύλο να τον παίρνει μαζί του κάθε φορά που πήγαινε. Το διασκέδαζε να ακούει τις φωνές των πωλητών που προσπαθούσαν να κερδίσουν το ενδιαφέρον του κόσμου να ανακατεύονται και να παρατηρεί τα πράγματα στους πάγκους, ρωτώντας συχνά πυκνά τον πατέρα του τι ήταν το ένα και το άλλο. Σήμερα, αφού είχε βοηθήσει μαζί με τον Θύμιο τον Στρατή στον δικό του πάγκο με τα ψάρια και είχε καταλήξει να μυρίζει κι εκείνος σαν ένα από αυτά, είχε μείνει λίγο παραπάνω για να αγοράσει κάποια πράγματα που του είχε γράψει ο πατέρας του. Για την ακρίβεια τώρα στεκόταν μπροστά σε έναν πάγκο με μήλα και πορτοκάλια, παλεύοντας να διαβάσει τη λέξη που κρυβόταν πίσω από τα τεράστια και αδέξια γράμματα που του είχε αραδιάσει στη σειρά ο Παύλος, και όποιος τον έβλεπε να γυρνάει το χαρτί από όλες τις πλευρές, άλλοτε κοντά κι άλλοτε μακριά από το πρόσωπό του, θα σκεφτόταν πως αναμφίβολα αυτό το αγόρι χρειαζόταν γυαλιά.

Μετά την αποκάλυψη του μυστικού του πατέρα του και του Στρατή, τα πράγματα είχαν επιστρέψει σταδιακά σε μία κανονικότητα, που έλεγε ο λόγος. Την ίδια κιόλας μέρα που είχαν έρθει, η Σταυρινή και η οικογένειά της έφυγαν από τον φάρο και, όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες από την ήπειρο που βοηθούσαν ο Θωμάς, ο Στρατής και ο Παύλος, στεγάστηκαν στον ξενώνα, ή τουλάχιστον έτσι ήξερε ο Νικόλας. Από τότε, πέρασε απέναντι μόνο άλλη μία οικογένεια, ένα ζευγάρι με το παιδί τους. Ο γνωστός τους συγκάτοικος, που τα πήγαινε πλέον πολύ καλά και με τα αγόρια και με τον φαροφύλακα, με εξαίρεση τις νύχτες που μάλωναν για τον θόρυβο της γραφομηχανής, έπαιρνε ανώνυμες συνεντεύξεις από τέτοιους ανθρώπους, αλλά όχι για να τις στείλει στην ήπειρο. Αυτές τις δημοσίευε σε μια νέα εφημερίδα που είχαν ξεκινήσει συνεργατικά δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι από την ήπειρο και το νησί και αφορούσε το νέο καθεστώς που επικρατούσε εκεί μετά τα τελευταία γεγονότα.

Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora