Καινούργια ζωή. Η Μαργαρίτα δεν είχε ιδέα τι ακριβώς εννοούσε η μητέρα της όταν έλεγε καινούργια ζωή, μα της άρεσε πολύ ο τρόπος που ηχούσε αυτή η φράση στα αυτιά της. Ή ίσως πιο πολύ της άρεσε που η μαμά έμοιαζε να λάμπει όταν την έλεγε. Με το χέρι της να κρατά το δικό της σφιχτά, περπατούσε κοιτώντας δεξιά κι αριστερά και προσπαθώντας ίσως να απομνημονεύσει εικόνες από τη νέα πόλη όπου θα ζούσαν. Μιας κι ήταν η τρίτη φορά που άλλαζαν σπίτι η Μαργαρίτα είχε συνηθίσει, κατά μια έννοια, αυτό το συναίσθημα της νέας αρχής, κάτι σαν τρόμο ανάμεικτο με λύπη, αλλά και με λίγο ενθουσιασμό και αγωνία.
Βέβαια, σκεφτόταν ξανά, δεν μπορούσε να πει ότι ήταν και το αγαπημένο της συναίσθημα. Κάθε άλλο, εδώ που τα λέμε. Η μαμά όμως της είχε εξηγήσει πως το να αλλάζουν κάθε λίγα χρόνια σπίτι ήταν απολύτως απαραίτητο• πως έπρεπε, για το δικό της καλό. Για να προστατευτεί εκείνη και μόνο. Κι η Μαργαρίτα, αν και δεν το καταλάβαινε αυτό εντελώς, εμπιστευόταν τη μητέρα της. Ήταν, άλλωστε, η μόνη που είχε. Πατέρα δεν είχε γνωρίσει ποτέ της, κι η μαμά δε μιλούσε πολύ για εκείνον. Σαν να ήθελε, για κάποιο λόγο άγνωστο, να αποφύγει αυτήν την κουβέντα.
Στην καινούργια πόλη που διέσχιζαν, όλα έμοιαζαν να κοιμούνται για ολόκληρη τη ζωή τους. Περνώντας μέσα από τις ήσυχες και μικρές γειτονιές, τα χρώματα στις πόρτες, τα σπίτια και τα μαγαζάκια - μπλε, κίτρινο, μωβ, κόκκινο, πορτοκαλί, πράσινο - ήταν το μοναδικό πράγμα που έδινε πνοή και ζωηρότητα στο σκηνικό. Ησυχία επικρατούσε παντού. Οι λιγοστοί κάτοικοι που συνάντησαν η Μαργαρίτα και η μητέρα της - κυρίως ηλικιωμένοι - τις κοίταξαν παράξενα, καχύποπτα.
«Μαμά;» ανησύχησε η μικρή. «Γιατί μας κοιτάζουν έτσι; Εσύ δεν είπες πως θα μας συμπαθούσαν;»Η μαμά έσφιξε το χεράκι της, κρύβοντας με το ζόρι και τη δική της ανησυχία.
«Έτσι είναι στην επαρχία» απάντησε με αστείο ύφος. «Όταν έρχονται καινούργιοι, οι παλιοί θέλουν χρόνο για να τους συνηθίσουν. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν τους συμπαθούν.»Η πεζοπορία κράτησε πολλή ώρα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι σχεδόν, ήταν πολύ πρωί ακόμα άλλωστε. Ξάφνου, ένας γαργαριστός ήχος νερού που κυλούσε έκανε τη Μαργαρίτα να κοιτάξει γύρω της με ενθουσιασμό, ψάχνοντας την πηγή του. Αυτό ήταν στα σίγουρα το ποτάμι για το οποίο είχε μιλήσει η μητέρα της στο τρένο!
Δεν άργησε να το εντοπίσει. Κλεισμένο κι απ’ τις δύο πλευρές με κάγκελα, το κοιμισμένο νερό του ποταμού κυλούσε αργά αργά, σαν να μην είχε κανένα λόγο να βιάζεται, πάνω από μια επιφάνεια καλυμμένη από πέτρα και σκουροπράσινα βρύα. Πάνω στα κυματάκια του επέπλεαν πεσμένα φύλλα και κλαδάκια που το ρέμα τα παρέσερνε νωχελικά μαζί του, στη μακριά και περιπετειώδη του πορεία προς τη θάλασσα.
Η Μαργαρίτα χαμογέλασε. Ήταν όμορφο το κοιμισμένο ποτάμι - έτσι θα το αποκαλούσε από δω και μπρος, το είχε αποφασίσει. Ποτάμι δεν είχε ξαναδεί εκεί που ζούσε. Κάποτε έμεναν κοντά στη θάλασσα, μα ήταν για πολύ λίγο καιρό, τόσο που η Μαργαρίτα δεν πρόλαβε να τη συνηθίσει και μάλλον ακόμα και τώρα τη φοβόταν.
ESTÁS LEYENDO
Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24
FantasíaΜια όμορφη άνοιξη, η Ίριδα μετακομίζει με την κόρη της τη Μαργαρίτα σε μια μικρή ήσυχη πόλη στα νότια της χώρας τους. Μια πόλη όπου τα λιβάδια είναι ξερά, χωρίς λουλούδια, κι ένα κοιμισμένο ποτάμι κυλά μέσα από τους δρόμους και τα σπίτια. Όπου οι κά...