Ήταν η δεύτερη φορά στη ζωή της Μαργαρίτας που ξυπνούσε μέσα σε κελί. Βέβαια, αυτό δεν έμοιαζε με το κελί της φυλακής όπου βρισκόταν πριν εξοριστεί• ήταν σκοτεινό, σαν να βρισκόταν κάτω από τη γη, και φτιαγμένο εξ’ ολοκλήρου από ξύλο. Έμοιαζε κυριολεκτικά σαν να βρισκόταν μέσα στον κορμό ενός δέντρου, σχεδόν μπορούσε να νιώσει τον χτύπο της καρδιάς του. Όταν ξύπνησε, έγερνε απαλά πάνω στο ξύλο, σαν να είχε απλώς ξαπλώσει στο πλάι για να κοιμηθεί. Προσπάθησε να ανακαθίσει, και τότε ανακάλυψε πως δεν μπορούσε να κουνήσει τίποτα, ούτε καν τα δάχτυλά της. Το κεφάλι της ήταν βαρύ. Τότε άρχισε και να θυμάται σιγά σιγά, να επανακτά τις αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας που τις είχε κάνει να ξεθωριάσουν η επίδραση της λευκής παπαρούνας.
Η κουκουβάγια, το άλσος, ο Νάρκισσος, η Χλόη, τα δηλητηριώδη φυτά, οι λευκές παπαρούνες, οι δύο δίδυμες μάγισσες, όλα πέρασαν μέσα σε μια στιγμή μπροστά από τα νοητά της μάτια. Ένιωθε την καρδιά της ραγισμένη σε χίλια κομμάτια. Όσοι εμπιστευόταν και αγαπούσε πιο πολύ απ’ όλους την είχαν προδώσει: η Δάφνη, ο Θησέας, η Ίριδα. Ίριδα έπρεπε να τη λέει τώρα, και της φαινόταν ακατόρθωτο. Σκεφτόταν τους φίλους της στο νησί όταν την έπιανε η απελπισία, αλλά θυμόταν αμέσως μετά πως ίσως και να μην ήταν αληθινή η φιλία τους τελικά. Αν τους έλεγε πως ήταν μάγισσα, αν τους αποκάλυπτε το μυστικό της, ποιος της έλεγε πως δε θα χαλούσε; Για αυτήν την μαγική της φύση της είχαν κάνει τη ζωή ένα χάος όλοι, λέγοντάς της κάθε είδους ψέματα και βυθίζοντάς την στην αβεβαιότητα. Τελικά, ήξερε ποια ήταν; Ποια πραγματικά ήταν, αν ήταν καλή ή κακιά, τι παρελθόν κουβαλούσε...Ήταν τόσες πολλές οι ερωτήσεις της και δεν ήξερε ποιον μπορούσε πια να εμπιστευτεί για να πάρει απαντήσεις.
Αναστέναξε βαθιά και έκλεισε τα μάτια της. Έτσι όπως καθόταν κολλητά στο ξύλινο σώμα του δέντρου, θυμήθηκε τον τρόπο που η Χλόη επικοινωνούσε με τη φύση χωρίς να χρειαστεί να κουνήσει καν το μικρό της δαχτυλάκι. Είχε κι εκείνη βιώσει κάτι παρόμοιο στο παρελθόν, βέβαια δεν το έλεγχε ακόμα, ήταν κάτι που είχε συμβεί, όσες φορές είχε συμβεί, εντελώς τυχαία. Είχε τη δύναμη, μα δεν ήξερε πώς να την χρησιμοποιήσει• η δύναμη την έκανε ό,τι ήθελε. Και τώρα άκουγε τους παλμούς του δέντρου, σαν να ήταν άνθρωπος με ψυχή. Ρυθμίζοντας την ανάσα της όσο μπορούσε, έκανε μια προσπάθεια να συγχρονίσει μαζί του τους δικούς της χτύπους. Αυτό της απέσπασε την προσοχή για λίγο, κι έφερε ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στο πρόσωπό της, μα δεν κράτησε για πολύ. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν προς το μέρος της και άνοιξε τα μάτια της βιαστικά.
YOU ARE READING
Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24
FantasyΜια όμορφη άνοιξη, η Ίριδα μετακομίζει με την κόρη της τη Μαργαρίτα σε μια μικρή ήσυχη πόλη στα νότια της χώρας τους. Μια πόλη όπου τα λιβάδια είναι ξερά, χωρίς λουλούδια, κι ένα κοιμισμένο ποτάμι κυλά μέσα από τους δρόμους και τα σπίτια. Όπου οι κά...