Η Μαργαρίτα συνειδητοποίησε ότι είχε λιποθυμήσει με το πού την είχε βγάλει ο Στέργιος από το σπίτι τους όταν, αρκετή ώρα αργότερα, συνήλθε στο φυλάκιο της πόλης, ένα άχαρο κτίριο που έμοιαζε σαν γκρίζο κουτί με παράθυρα. Την είχαν χωρίσει από την Ίριδα και την είχαν αφήσει μόνη της σ’ ένα δωμάτιο με λευκούς, ξεφλουδισμένους τοίχους που δεν είχε έπιπλα εκτός από ένα σκληρό μονό κρεβάτι πάνω στο οποίο την είχαν τοποθετήσει όσο ήταν αναίσθητη. Η πόρτα του δωματίου ήταν φυσικά κλειδωμένη, και στην Μαργαρίτα δεν είχαν αφήσει τίποτα πέρα από το φουστάνι και τα παπούτσια της.
Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις και τις δυνάμεις της και κατάλαβε τι της συνέβαινε, η μικρή πάλεψε σκληρά να μην βάλει τα κλάματα. Δεν ήξερε καν πού ήταν η μητέρα της, δεν ήξερε τι θα της έκαναν, ούτε τι θα έκαναν σ’ εκείνη. Το σπίτι βρισκόταν πολύ μακριά, ο Θησέας βρισκόταν κι αυτός πολύ μακριά κι ίσως πια να μην την θεωρούσε τίποτα άλλο πέρα από μια επικίνδυνη μάγισσα. Ένα δάκρυ, κι άλλο ένα, έπεσαν πάνω στα χέρια της, έτσι όπως τα ’χε διπλωμένα πάνω στα γόνατά της. Όλα είχαν καταστραφεί μέσα σε μια στιγμή, σαν κάστρο από άμμο που το γκρεμίζουν τα ορμητικά κύματα της θάλασσας, και δεν έφταιγε κανένας άλλος, παρά εκείνη. Εκείνη που είχε υποτιμήσει τις συμβουλές και τις προειδοποιήσεις της μάγισσας Δάφνης και της μητέρας της. Εκείνη που ήθελε να περάσει το δικό της, που πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μυστικό της ασφαλές ενώ την ίδια στιγμή τα είπε όλα στον Θησέα και έκανε τον λόφο να ανθίσει για να τον δουν όλοι στην πόλη. Είχε κάνει κάθε λάθος που θα μπορούσε να κάνει, πάνω στα όνειρά της για μια ζωή πιο όμορφη και γλυκιά, που τελικά είχε αποδειχθεί αδύνατη για εκείνη.
Ακούστηκε το κλειδί στην πόρτα του δωματίου κι ένας φύλακας μπήκε μέσα κρατώντας κάτι στα χέρια του κι αρχίζοντας να την πλησιάζει. Το κορίτσι μαζεύτηκε στην άκρη του τοίχου και έκλεισε τα μάτια.
«Έλα, μη φοβάσαι» τον άκουσε να της λέει απρόσμενα ήρεμα. «Δεν ήρθα για να σε πειράξω, σου έφερα απλώς νερό και κάτι να φας.»
Η Μαργαρίτα άνοιξε μια ιδέα τα μάτια της και διαπίστωσε πως είχε δίκιο. Δίπλα της στο κρεβάτι υπήρχε ένα μικρό μπουκάλι με νερό κι ένα πιάτο σκεπασμένο με ένα άλλο.
«Ευχαριστώ...» ψέλλισε αβέβαια, και μάλλον δεν ακούστηκε καν.
«Ώστε εσύ λοιπόν είσαι η μικρή μάγισσα» είπε ο άντρας. «Δεν θα το πίστευα ποτέ. Πόσο χρονών είσαι;»
«Έντεκα, κύριε» απάντησε μαγκωμένη η Μαργαρίτα.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του.
«Για φαντάσου» έκανε. «Πολύ κρίμα, ένα τόσο μικρό κοριτσάκι σαν κι εσένα. Τέλος πάντων. Αύριο το πρωί θα έρθεις μαζί μας στο δικαστήριο, όπου θα αποφασιστεί η ποινή σου. Πρέπει να ’σαι ευγνώμων, μικρή δεσποινίς, που σε ανακάλυψαν σε τέτοια ηλικία, γιατί αν ένας λόγος μπορεί να σε γλιτώσει από τις πιο βαριές τιμωρίες αυτός θα είναι πως είσαι ακόμα παιδί.»
Η Μαργαρίτα ένιωθε να ζαλίζεται. Δικαστήριο; Και ποιοι θα την δίκαζαν; Πώς θα τους αντιμετώπιζε μόνη;
«Η μαμά μου πού είναι;» ρώτησε χωρίς να το καταλάβει.
«Αυτό δυστυχώς δεν μου επιτρέπεται να σου το πω» απάντησε ο φύλακας με σφιγμένα χείλη, «αλλά μπορώ να σου πω ότι είναι καλά. Δε χρειάζεται να ανησυχείς.»
Σηκώθηκε.
«Φάε και πέσε να κοιμηθείς» της είπε καθώς έφευγε. «Χρειάζεσαι δυνάμεις για αύριο.»
ESTÁS LEYENDO
Μαργαρίτα #TDASG2024 #SSBC24
FantasíaΜια όμορφη άνοιξη, η Ίριδα μετακομίζει με την κόρη της τη Μαργαρίτα σε μια μικρή ήσυχη πόλη στα νότια της χώρας τους. Μια πόλη όπου τα λιβάδια είναι ξερά, χωρίς λουλούδια, κι ένα κοιμισμένο ποτάμι κυλά μέσα από τους δρόμους και τα σπίτια. Όπου οι κά...