Κεφάλαιο 5

88 10 2
                                    

Η Βιολέτα στέκεται στο μικρό σαλόνι μαζί με την Εύα. Τα μάτια τους είναι καρφωμένα στην κλειστή πόρτα του υπνοδωματίου της Ιόλης περιμένοντας την επιτέλους να βγει.
  - Άντε μαμά, τα παιδιά με περιμένουν για να παίξουμε. Παραπονιέται η Εύα ρίχνοντας βαριεστημένα πίσω το κεφάλι της. Η Βιολέτα χαϊδεύει τα μαλλιά της και της χαμογελάει. Η Ιόλη ανοίγει την πόρτα και βγαίνει από το δωμάτιο διστακτικά. Πρώτα κοιτάζει την Βιολέτα κι ύστερα την Εύα.
- Πως είμαι; Ρωτάει μέσα στο μαύρο σατέν φόρεμά της που φτάνει μέχρι τους αστραγάλους της. Το ντραπέ μπούστο της αναδεικνύει τα κόκαλα κάτω από το λαιμό της και ανάμεσα στο στήθος της. Έχει φορέσει μια απλή μαύρη ζώνη με ασημί αγκράφα για να κάνει το σύνολο πιο χαλαρό και από κάτω έχει συνδυάσει τα μαύρα σανδάλια της με το διακριτικό στρας στα λουράκια. Τα μακριά μαλλιά τής είναι πιασμένα σε έναν χαμηλό κότσο και το κόκκινο κραγιόν της έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την λευκή επιδερμίδα της.
  - Μαμά είσαι τέλεια. Σχολιάζει η  Εύα ενώ τρέχει να την αγκαλιάσει και οι δυο γυναίκες γελάνε.
  - Σε ευχαριστώ μωρό μου. Της απαντάει η Ιόλη και γονατίζει.
  - Είσαι σίγουρη πως δεν έχεις πρόβλημα να μείνεις στην Βιολέτα; Την ρωτάει ενοχικά ενώ η μικρή αγγίζει τα κόκκινα χείλη της και ελέγχει τον λεκέ στο δέρμα της.
  - Ναι Μαμά, με έχεις ρωτήσει εκατό φορές. Γκρινιάζει η Εύα και η Ιόλη χαμογελάει.
  - Εντάξει παιδί μου. Όμως αν χρειαστείς το οτιδήποτε... Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει την πρότασή της και η Βιολέτα επεμβαίνει.
  - Θα είμαι εγώ εκεί Ιόλη μου μη στεναχωριέσαι. Της λέει και πιάνει την Εύα από το χέρι. Εκείνη κουνάει το κεφάλι της θετικά με ένα μειδίασμα και αγκαλιάζει την Εύα από τη μέση.
  - Σ' αγαπώ πολύ. Λέει τρυφερά και την σφίγγει επάνω της.
  - Και εγώ μαμά. Απαντάει το παιδί και την φιλάει στο μάγουλο. Η Βιολέτα της κλείνει το μάτι πονηρά, της κάνει νόημα πως περιμένει εξελίξεις και πιάνει την Εύα πάλι από το χέρι για να φύγουν.
  - Να είσαι φρόνιμη. Και να φας ό,τι θα σου δώσει η Βιολέτα, μην την βάλεις να σου μαγειρεύει βραδιάτικα. Φωνάζει πίσω από την πλάτη τους ενώ πατάει στις μύτες των παιδιών της λες και έτσι θα ακουστεί καλύτερα. Ακούει την Βιολέτα να ψιθυρίζει κάτι στο παιδί και εκείνο γελάει. Η Ιόλη της κοιτάζει μέχρι να περάσουν στην δίπλα αυλή και ύστερα μπαίνει στο σπίτι.

  Τα σοκάκια της Παροικιάς ήταν γεμάτα κόσμο. Αρχές Ιουνίου και το νησί έσφυζε από ζωή. Είχαν δώσει ραντεβού στο Yaya, στο μπαρ της Αγγλίδας που η Ιόλη δεν είχε μάθει ακόμα το όνομά της.
  Στάθηκε στην είσοδο του μαγαζιού και έψαξε τον Έκτορα με τα μάτια της. Τα τραπέζια ήταν γεμάτα μα εκείνος άφαντος. Κοίταξε την ώρα στο κινητό της και συνειδητοποίησε πως είχε αργήσει δέκα λεπτά. Να έφυγε; Σκέφτηκε και απογοητευμένη έριξε τη συσκευή στην τσάντα της. 《Πέντε λεπτά και αν δεν εμφανιστεί φεύγω 》 μονολόγησε μέσα στο κεφάλι της και σταύρωσε αμήχανα τα χέρια της κάτω από το στήθος.
  Το βλέμμα της περιεργαζόταν τον κόσμο του μπαρ και ένιωθε πως την κοιτούσαν με λύπηση. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινήσει από ντροπή που στεκόταν μόνη ανάμεσα σε τόσο κόσμο και τότε είδε τον Έκτορα να βγαίνει από το εσωτερικό του μαγαζιού. Ένα κύμα ανακούφισης φούσκωσε το στήθος της μα παράλληλα αισθάνθηκε τρομερά ανόητη. Μα καλά γιατί δεν σκέφτηκε να κοιτάξει μέσα τόση ώρα;
  Ο Έκτορας στάθηκε μπροστά της με τα χέρια στις τσέπες και τα καταπράσινα μάτια του βυθισμένα στα δικά της.
  - Ευτυχώς που γύρισα να κοιτάξω στο δρόμο. Γελάει και η Ιόλη μειδιά με το κεφάλι σκυμμένο. Ο Έκτορας αγγίζει απαλά τον ώμο της και της κάνει νόημα να τον ακολουθήσει.
  - Περιμένεις ώρα; Την ρωτάει μόλις κάθονται στα σκαμπό του μπαρ και Ιόλη κουνάει το κεφάλι της αρνητικά.
  - Δεν σκέφτηκα να κοιτάξω μέσα. Υπέθεσα πως θα με περίμενες έξω και...αφήνει την πρόταση της μισή.
  - Δεν πειράζει, σημασία έχει πως βρεθήκαμε. Απαντάει εκείνος και η Ιόλη χάνει τον λογαριασμό για το πόσες φορές έχει κοκκινήσει απόψε.
  Σε λίγο το αλκοόλ έχει λύσει την γλώσσα της και η αμηχανία ανήκει πια στο παρελθόν.
  - Ζεις μόνιμα εδώ; Τον ρωτάει ενώ εύχεται η απάντησή του να είναι θετική.
  - Ναι, έχει λίγους μήνες που μετακόμισα εδώ με την αδερφή μου. Λέει και η Ιόλη χαμογελάει.
  - Ξέρεις και η Μαρίνα είναι μουσικός ή μάλλον προσπαθεί να γίνει. Συνεχίζει γελώντας.
  - Παίζει πιάνο τα τελευταία δύο χρόνια και οφείλω να παραδεχτώ πως είναι καλή.
  - Επειδή είναι αδερφή σου ή επειδή όντως είναι. Ρωτάει η Ιόλη χαμογελώντας λοξά. Εκείνος την κοιτάζει και η Ιόλη τον πιάνει να χαζεύει τα χείλη της.
  - Επειδή όντως είναι. Ψιθυρίζει πάνω από τον ώμο της και η Ιόλη γέρνει το κεφάλι της για να διώξει το γαργάλημα από το λαιμό της.
  - Και εσύ μόνιμα εδώ; Την ρωτάει και εκείνη κουνάει το κεφάλι της μόλις πίνει μια γουλιά από το ποτό της.
  - Εδώ και δύο χρόνια. Ο Έκτορας πλησιάζει αργά προς το μέρος της και αγκαλιάζει το χέρι της πάνω στο μπαρ.
  - Ήλπιζα για αυτή την απάντηση. Λέει και η Ιόλη ξεροκαταπίνει. Φέρνει ξανά το ποτήρι στα χείλη της αδειάζοντας το και ο Έκτορας ελευθερώνει το χέρι της.
Το κινητό της δονείται μέσα στην τσάντα της και εκείνη το Βγάζει βιαστικά. Το όνομα του Πέτρου στην φωτεινή οθόνη την κάνει να χάσει ένα παλμό.
  - Με συγχωρείς, του λέει και πηγαίνει στο μπάνιο τρέχοντας.
  - Γειά. Απαντάει μουδιασμένη με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.
  - Πως είσαι Ιόλη; Ακούγεται η βαριά φωνή που κάποτε την είχε γοητεύσει.
  - Καλά. Απαντάει εκείνη και τρίβει τον αυχένα της με το ελεύθερο χέρι.
  - Το παιδί;
  - Μια χαρά είναι και το παιδί.
  - Μπορείς να μου τη δώσεις; Να της πω μια καληνύχτα; Τώρα τι είναι αυτό; Σκέφτεται η Ιόλη. Δύο χρόνια εδώ και είναι η πρώτη φορά που παίρνει για να καληνυχτίσει την Εύα.
  - Κοιμάται τέτοια ώρα. Του απαντάει βιαστικά και κοιτάζει το ρολόι που γράφει έντεκα και πέντε.
  - Κρίμα. Λέει εκείνος με απογοήτευση και τότε η πόρτα ανοίγει με την μουσική  να αντηχεί στον χώρο.
  - Είσαι έξω; Την ρωτάει κάπως απότομα και εκείνη δαγκώνει τα χείλη της.
  - Όχι, γιατί; Λέει και τρέχει να κλειδωθεί στην τουαλέτα.
  - Πως όχι, αφού άκουσα μουσική. Η φωνή του δεν Υψώνεται μα η Ιόλη τον ξέρει καλά για να αναγνωρίσει τον εκνευρισμό του.
   - Άνοιξα την τηλεόραση. Συνεχίζει να λέει ψέματα κυρίως επειδή τον φοβάται ακόμα.
  - Τέλος πάντων. Πήρα να σου πω πως τελικά θα έρθω μέσα Ιουλίου, έκλεισα εισιτήριο. Η Ιόλη κοιτάζει απογοητευμένη το ταβάνι.
  - Εντάξει, στείλε μου τις ημερομηνίες. Του λέει τελικά και σφίγγει το πόμολο της πόρτας.
  - Ιόλη; Τον ακούει μόλις ετοιμάζεται να το κλείσει.
  - Ναι; Νιώθει το στομάχι της να τρέμει.
  - Δεν χρειάζεται να με φοβάσαι. Λέει και εκείνη κρατάει την ανάσα της.
  - Δεν σε φοβάμαι Πέτρο. Λέει και το κλείνει.
  Ακουμπά το κινητό στο στήθος της και κλείνει τα μάτια της. 《 Πως θα τα βγάλω πέρα γαμώτο;》 Λέει χαμηλόφωνα στον εαυτό της και τότε κάποιος χτυπάει την πόρτα. Εκείνη τινάζεται από τη θέση της και στρώνει το φόρεμά της. Άνοιγε την πόρτα και βλέπει τον Έκτορα να στηρίζει το ένα του χέρι στην κάσα της πόρτας.
  - Είσαι εντάξει; Την ρωτάει και η Ιόλη αποφεύγει το βλέμμα του.
  - Ναι, απαντάει και προσπαθεί να τον προσπεράσει. Εκείνος την πιάνει απαλά από τους ώμους και ρίχνει μια βιαστική μάτια πίσω του. Την σπρώχνει απαλά μέσα στο μπάνιο και κλειδώνει πίσω του την πόρτα. Η Ιόλη οπισθοχωρεί και γουρλώνει τα μάτια της που είναι καρφωμένα στο κλειδί. Εκείνος σηκώνει τα χέρια του και μένει ακίνητος στη θέση του.
  - Δεν θα κάνω τίποτα στο υπόσχομαι. Λέει και εκείνη τον κοιτάζει δύσπιστα.
  - Είμαι ψυχολόγος Ιόλη και ξέρω να αναγνωρίζω ποτέ κάποιος είναι καλά και πότε όχι. Λέει και εκείνη χαμηλώνει το βλέμμα.
  - Το τηλέφωνο σε τάραξε. Ήταν ο πρώην άντρας σου; Την ρωτάει και εκείνη μένει σιωπηλή.
  - Αν δεν θέλεις να μιλήσουμε θα το δεχτώ, όμως... Κάτι τρέχει με αυτόν τον τύπο έτσι; Η Ιόλη κατεβάζει το καπάκι της τουαλέτας και κάθεται πάνω. Ομολογουμένως, δεν είχε φανταστεί έτσι αυτό το ραντεβού.
  - Έρχεται σε λίγες εβδομάδες. Λέει τελικά εκείνη με το βλέμμα της να χάνεται. Ο Έκτορας πηγαίνει απέναντι της και ακουμπά την πλάτη στον τοίχο. Αποφεύγει να την πλησιάσει για να μην την τρομάξει.
  - Και δεν θέλεις; Ρωτάει.
  - Έχω να τον δω από κοντά χρόνια. Μιλάμε μόνο στο τηλέφωνο κι αυτό για το παιδί.
  - Και τώρα έχεις αγχωθεί. Λέει ο Έκτορας και η Ιόλη κουνάει αρνητικά το κεφάλι της.
  - Τον φοβάμαι. Παραδέχεται κι εκείνος υψώνει τα φρύδια του ξαφνιασμένος.
  - Σε κακοποιούσε; Την ρωτάει λίγο πιο ωμά από όσο ήθελε να ακουστεί. Εκείνη τον κοιτάζει ανέκφραστη.
  - Ναι. Ψιθυρίζει με την φωνή της να σπάει. Του είναι αδύνατον να σταθεί άλλο μακριά της. Αισθάνεται πως η Ιόλη είναι από αυτούς τους ανθρώπους που η ψυχική τους δύναμη σε τρομάζει.
  - Θα σου πρότεινα να μην του επιτρέψεις να έρθει αλλά υποθέτω πως το κάνεις για το παιδί. Λέει ήρεμα και εκείνη τον κοιτάζει.
  - Είσαι πιο δυνατή από οσο πιστεύεις Ιόλη και αυτό δεν το λέω για παρηγοριά. Μεγαλώνεις ένα παιδί μόνη, σε ένα ξένο μέρος και έφυγες από έναν άντρα που σε έκανε να υποφέρεις. Εκείνη χαμογελάει αχνά.
  - Μπορείς να τον αντιμετωπίσεις γιατί αυτή εδώ η γυναίκα τα έχει καταφέρει. Λέει και τη δείχνει με το δάχτυλό του. Ο δείκτης αγγίζει το στερνό της και η αφή την ανατριχιάζει. Κοιτάζει τα μάτια του, ύστερα τα χείλη του που στέκουν  μισάνοιχτα• λες και περιμένουν τα δικά της.
  Τα δάχτυλά του σέρνονται πάνω στο λαιμό της με προορισμό το μάγουλο της. Γέρνει απαλά προς το μέρος της και η Ιόλη περνάει το χέρι της πίσω από το σβέρκο του. Εκείνος την φιλάει και με μια απότομη κίνηση την κολλάει επάνω του. Η ανάσα της λαχανιάζει από ηδονή έτσι όπως η γλώσσα του αγκαλιάζει την δική της. Ο Έκτορας την σηκώνει στην αγκαλιά του και σφίγγει τους γοφούς της που έχουν μείνει εκτεθειμένοι. Εκείνη αγγίζει το στήθος του με χέρια που τρέμουν. Την ακουμπάει στον τοίχο με το πρόσωπο και κολλάει από πίσω της. Στο πλάι ο καθρέφτης αντανακλά τη σκηνή. Η Ιόλη τον κοιτάζει κρυφά να φιλάει την πλάτη της και να κατεβάζει τις τιράντες του φορέματος της. Τα μάτια της κλείνουν αντανακλαστικά από ηδονή. Τα δάχτυλά του πηγαίνουν ανάμεσα από τα πόδια της και η ανάσα της κόβεται. Είχε ξεχάσει πως είναι αυτή η αίσθηση. Τα δόντια του δαγκώνουν απαλά το δέρμα στο λαιμό της όσο τα δάχτυλά του κουνιούνται έντονα μέσα της. Εκείνη κλείνει το στόμα της τη στιγμή που ο αναστεναγμός βρίσκει διέξοδο.
  Ο Έκτορας πιάνει το πιγούνι της και γυρίζει αργά το πρόσωπό της προς τον καθρέφτη. Τα πράσινα μάτια του την κοιτάζουν με λαγνεία. Η Ιόλη κοιτάζει το σημείο που εκείνος ξεκουμπώνει το παντελόνι του. Βιαστικά βγάζει ένα προφυλακτικό που το ανοίγει με τα δόντια του και το φοράει. Στη θέα η Ιόλη νιώθει πως δεν θα αντέξει για πολύ ακόμη. Ο Έκτορας σηκώνει το φόρεμά της αγγίζοντας τους γοφούς της και βυθίζεται μέσα της αργά. Η Ιόλη αναστενάζει και κλείνει τα μάτια της. Το πόδια της τρέμουν από απόλαυση έτσι όπως κινείται μέσα της.
  - Κοίταξε στον καθρέφτη Ιόλη. Της ζητάει και η φωνή του την κάνει να αναστενάξει ξανά. Κάνει αυτό που της ζητάει μα η εικόνα του να μπαινοβγαίνει μέσα της την κάνει να τελειώσει. Γραπώνει τους καρπούς του και τα νύχια της μπίζουν το δέρμα του. Ο Έκτορας την σφίγγει από τη μέση ανεβάζοντας ρυθμό κι ένας σιγανός αναστεναγμός βγαίνει αβίαστα από τα χείλη του.
  Για λίγα δευτερόλεπτα μένουν έτσι, ο ένας κολλημένος στον άλλον. Το χτύπημα στην πόρτα όμως έρχεται να διαλύσει τη στιγμή.
  Η Ιόλη κατεβάζει βιαστικά το φόρεμά της και ο Έκτορας της κοιτάζει χαμογελώντας.
  - Άλλος. Φωνάζει σε αυτόν που περιμένει απ' έξω κι αγκαλιάζει το πρόσωπό της.
  - Πως θα φύγουμε τώρα από εδώ μέσα; Ρωτάει πανικόβλητη εκείνη και ο Έκτορας χαϊδεύει με τους αντίχειρες του τα μήλα από τα μάγουλά της.
  - Από την πόρτα. Λέει ψύχραιμα εκείνος και η Ιόλη γουρλώνει τα μάτια της.
  - Μα περιμένει κάποιος απ' έξω. Επιμένει εκείνη και δείχνει με το χέρι την πόρτα.
  - Και; Ρωτάει ο Έκτορας ενώ χαζεύει τα πρησμένα ακόμα χείλη της.
  - Ένας άντρας με μια γυναίκα στην ίδια τουαλέτα; Θα μας καταλάβει. Λέει πιο ταραγμένη τώρα η Ιόλη και εκείνος την πιάνει από τους ώμους.
  - Κάνεις δεν δίνει σημασία σε αυτά Ιόλη. Το πιο πιθανόν να είναι κάποιος τουρίστας. Συνεχίζει με τον ήρεμο τόνο της φωνής του. Εκείνη ξεφυσάει.
  - Δεν καταλαβαίνεις Έκτορα. Δεν είναι σωστό. Λέει και απομακρύνετε. Πηγαίνει στην πόρτα και βάζει το αφτί της πάνω. Ο Έκτορας την κοιτάζει με σταυρωμένα χέρια και γελάει.
  - Θα βγω πρώτος. Της λέει και αυτό κάπως την καθησυχάζει. Κουνάει το κεφάλι της θετικά και οπισθοχωρεί για να ανοίξει την πόρτα. Πριν βγει φίλα την άκρη της μύτης της και η Ιόλη τον σπρώχνει προς το έξω. Εκείνος βγάζει πρώτα το κεφάλι του κι ύστερα το βάζει πάλι μέσα.
  - Έχει μαζευτεί κόσμος για να μας γιουχάρει. Λέει και η Ιόλη μισοκλείνει τα μάτια της. Ο Έκτορας γελάει, ανοίγει διάπλατα την πόρτα και η Ιόλη αντικρίζει τον άδειο χώρο.

This is not loveWhere stories live. Discover now