Η ώρα είχε περάσει. Η Ντάρια είχε αποκοιμηθεί και αυτό το έμαθε από μήνυμα της Στέλλας διότι δε γύρισε σπίτι. Και δε θα γυρνούσε ακόμα. Δε θα τελείωνε η μέρα για αυτόν αν δεν τον εξαφάνιζε μια και καλή από αυτόν τον κόσμο.
Δεν λειτουργούσε σαν τιμωρός, οι κανόνες και η δικαιοσύνη εξάλλου είχαν αφηρημένη σημασία στο κεφάλι του. Αλλά η ανάγκη για εκδίκηση ήταν τόσο επιτακτική που την αισθανόταν στο πετσί του. Ήθελε να απαλλαχθεί από το δέρμα του που έκαιγε σαν να τον βασάνιζαν και το μόνο που θα λειτουργούσε σαν αντίδοτο ήταν να τον αφανίσει. Το ήξερε.
Γιατί στη σκέψη του γυρνούσε μόνο ένα ερώτημα: πως μπορεί κάποιος να κάνει κάτι τέτοιο και να μένει ατιμώρητος;
Δεν ήταν απλά ειδεχθές, ήταν άρρωστο και βαθιά σάπιο.
Η ζωή δεν ήταν ποτέ δίκαιη, δεν χρωστούσε ποτέ χάρη σε κανέναν ακόμη κι αν του φερόταν με τον χειρότερο τρόπο. Μόνοι μας την φτιάχναμε και διεκδικούσαμε αδιέξοδο από τα σκοτάδια μας. Αλλά εκείνη τη στιγμή ήθελε να πάρει αυτή την κρίση στα δικά του χέρια. Για αυτήν. Για τον πιο αθώο άνθρωπο που είχε γνωρίσει ποτέ στη ζωή του, με το πιο σκοτεινό παρελθόν και τη πιο φωτεινή ψυχή.
Και ήθελε με όλο του το είναι να την υπερασπιστεί γιατί ποτέ κανένας δεν το είχε κάνει.
Το να μάθει που θα βρίσκονταν μετά την ομιλία του δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο για έναν άντρα με τις διασυνδέσεις του. Το καλό ήταν πως δεν κατοικούσε μόνιμα στη Μόσχα και μιας και ήρθε με αφορμή την περιοδεία του στη χώρα θα έμενε μακριά από την οικογένεια του, μόνος του, στην προεδρική σουίτα ενός κεντρικού ξενοδοχείου της πόλης. Γεγονός που δεν τον βόλευε χρονικά ιδιαίτερα.
Ήθελε πολύ να έχει χρόνο μαζί του, να τον βασανίσει ίσως για μέρες, αλλά αυτό στην περίπτωση ενός τόσο υψηλού προσώπου ήταν πολυτέλεια.
Η φύλαξη του ήταν γελοία για τα δεδομένα του. Πέρασε στο ξενοδοχείο από άνοιγμα που βρήκε στην κουζίνα που οδηγούσε σε ένα στενό με κάδους και που άραζαν κάποιες φορές μάγειρες, σερβιτόροι και προσωπικό για διάλειμμα και για τσιγάρο. Περίμενε να σπάσουν για να περάσει αποφεύγοντας τις κάμερες του κτιρίου και βρέθηκε τελικά στο ευρύχωρο δωμάτιο. Στα αποθηκάκια καθαριότητας υπήρχαν πάντα κάρτες πασπαρτού που χρησιμοποιούσαν οι καθαρίστριες για να μπαίνουν στα δωμάτια.
Άκουσε το νερό του ντους να τρέχει. Μια μικρή βαλίτσα ήταν παρατημένη σε μια γωνία μισάνοιχτη και ο χώρος υπερπολυτελής, γεγονός που τον εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. Είχε λεφτά για να αγοράσει ο,τι θέλει και το σιχαινόταν. Γιατί όποιος είχε λεφτά δεν είχε όρια. Όλα είχαν μια τιμή στον κόσμο τους. Υλικά και μη.
YOU ARE READING
The Perfect Match
Romance«Ντάρια δεν γίνεται να με φιλάς.»η φωνή του βγήκε περισσότερο βραχνή από όσο υπολόγιζε και είχε σχεδόν ανατριχιάσει. Τι στον διάολο; «Γιατί;»τα μάτια της γυάλιζαν στα δικά του, φαινόταν ικανοποιημένη. «Γιατί είπαμε ότι δεν έχουμε τέτοια σχέση. Δε...