Ήθελε να την προστατέψει. Στις φλέβες του κόχλαζε η δίψα γαι εκδίκηση. Δεν ήξερε πως είναι δυνατόν να μισείς άτομα που δεν γνωρίζεις, αλλά αισθανόταν ακριβώς αυτό. Πολλές φορές είχε νιώσει θυμό, του ήταν εύκολο να αφαιρέσει μια ζωή χωρίς το κίνητρο να ήταν απαραίτητα σημαντικό.
Μπορούσε να δουλέψει με αυτό.
Αλλά τώρα η οργή έκανε τις σκέψεις του ανεξέλεγκτες. Ο ίδιος ακροβατούσε σε ένα λεπτό σύρμα και κάθε στάλα υπομονής εξαντλούνταν. Από την αρχή δεν ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο μα πλέον ήξερε πως το συναίσθημα τον θόλωνε.
Θα έπρεπε να την αποχαιρετήσει για κάποιος διάστημα, να σκεφτεί που θα μπορούσε να πάει για να είναι ασφαλής. Στην Ελλάδα δεν θα διακινδύνευε να την στείλει. Παρόλο που ήταν μια καλή επιλογή, ήταν δική τους άλλωστε, τώρα που συνεργάζονταν με τον Λεμπέτεβ στα σύνορα, οι δικοί του γυρόφερναν και δε θα ήταν η καλύτερη προοπτική σε περίπτωση που υποψιάζονταν κάτι. Αλλά κάτι θα σκεφτόταν.
Από την υπόθεση δεν πρόκειται να απομακρύνονταν. Ήταν δική του και της το χρωστούσε αυτός περισσότερο από όλους.
Ένας κατακόκκινος θυμός τον έλουζε σαν κρύος ιδρώτας και συγκρούονταν μετωπικά με την απόλυτη ανάγκη να γίνει μια ανθρώπινη ασπίδα για αυτήν. Μόνο για αυτήν.
Δεν τα πήγαινε καλά με τους αβοήθητους ανθρώπους, μα η αβοηθητότητα είχε πολλές πλευρές και η οπτική ήταν πάντοτε σημαντική.
Θεωρούσε τον εαυτό του δίκαιο χωρίς απαραίτητα να το ψάχνει και πολύ. Δεν ήταν έννοια που ενδιαφερόταν διακαώς να κατακτήσει, οι αξίες στη ζωή του ήταν συγκεκριμένες και ήξερε πως υπήρχαν άτομα που θα έδινε τη ζωή του για αυτά χωρίς δεύτερη σκέψη. Η οικογένεια του. Το συναίσθημα ήταν γνώριμο και ο,τι έξω από αυτό ήταν μη οικείο. Τον αγκάλιαζε παράξενα.
Μα η ανάγκη του πλέον είχε ξεχειλίσει. Σκότωσε για αυτήν κι ας μην ήταν οικογένεια. Και θα το έκανε ξανά και ξανά. Ες αεί αν του το ζήταγε. Θα της έφερνε τον κόσμο στα πόδια της αν του το ζήταγε γιατί από όλους τους ανθρώπους σε αυτήν άξιζε περισσότερο.
Και δε ζήταγε. Ποτέ. Μόνο έδινε.
Αλλά σήμερα κάτι άλλαξε μέσα του. Κάτι που δεν άντεχε να το καταπιέζει. Ήξερε που ανήκε και την ήθελε. Την ήθελε δική του και όλη η σαρκική έννοια δεν είχε τίποτα χυδαίο παρόλο που σκέψεις που την περιελάμβαναν γυμνή δεν ήταν ποτέ αθώες. Όμως ήθελε να της κάνει τόσα πράγματα και μετά να της προσφέρει ο,τι είχε ανάγκη γιατί αυτός ήξερε πως αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν αυτή. Μόνο αυτή.
YOU ARE READING
The Perfect Match
Romance«Ντάρια δεν γίνεται να με φιλάς.»η φωνή του βγήκε περισσότερο βραχνή από όσο υπολόγιζε και είχε σχεδόν ανατριχιάσει. Τι στον διάολο; «Γιατί;»τα μάτια της γυάλιζαν στα δικά του, φαινόταν ικανοποιημένη. «Γιατί είπαμε ότι δεν έχουμε τέτοια σχέση. Δε...