27. Αποκάλυψη

5.2K 389 225
                                    

Παρά την απόλυτη μουντίλα της ημέρας ο ήλιος έλαμπε στον ελληνικό ουρανό. Η κηδεία του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου, ενός ισχυρού άνδρα της νυχτερινής Αθήνας, κατά κόσμον κυρίως εφοπλιστή και επιχειρηματία απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινή γνώμη και τα μέσα.

Παρόλα αυτά η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε σε κλειστό οικογενειακό κύκλό, όπως το επιθυμούσαν, στο πρώτο νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Κωνσταντίνος παρακολουθούσε τις σκηνές να περνάνε από μπροστά του σαν να στέκεται στην πραγματικότητα μπροστά από μια οθόνη και να μην υφίσταται η φυσική του παρουσία στον χώρο. Όλα γίνονταν μηχανικά. Οι μαυροντυμένες μάζες ανθρώπων κινούνταν από χώρο σε χώρο, στην εκκλησία, στο νεκροταφείο, στο σπίτι.

Ο ίδιος στεκόταν κοντά στον αδερφό του ο οποίος θα έφευγε την ίδια μέρα μετά την τελετή. Φορούσαν και οι δυο τα γυαλιά ηλίου τους και επέμεναν στωικά την ημέρα.

Η μητέρα τους ήταν σε κακή κατάσταση. Δεν είχε σταματήσει να κλαίει άλλοτε σιωπηλά και άλλοτε έντονα, στην αγκαλιά του πατέρα τους ή της νονάς του, της Αλκμήνης.

Ο Κωνσταντίνος ένιωθε μουδιασμένος. Δεν θυμάται ποια ήταν η τελευταία φορά που είχε κλάψει, πάντως δεν ήταν η σημερινή ημέρα. Είχε τρομερή αδυναμία στον παππού του. Όταν ήταν μικρός περνούσε τα καλοκαίρια του στην Ελλάδα, πάντα. Του είχε μάθει να παίζει σκάκι και βάζαν στοίχημα πορτοκαλάδες που τον άφηνε να κερδίζει.

Ο παππούς Κωνσταντίνος ήταν πάντα καλός μαζί του και δεν έζησε να τον δει να επιβεβαιώνει τις ιστορίες που είχε ακούσει για αυτόν. Κάποτε υποτίθεται πως ήταν αδίστακτος. Μα ο Κωνσταντίνος γνώρισε έναν έξυπνο και τρυφερό άνθρωπο και συνειδητοποίησε πόσο διαφορετικά μπορεί ο κόσμος να αντιλαμβάνεται το ίδιο ακριβώς πρόσωπο. Τα κομμάτια και τις πλευρές του εαυτού, τις διαφορετικές αποχρώσεις που επιλέγει ο καθένας που θα φανερώσει.

Η καρδιά του είχε βουλιάξει στο στήθος του μα τα μάτια του δεν έτρεχαν. Και ήταν εντάξει. Δεν πενθούσαν μόνο όσοι κλαίγανε γοερά. Ο ίδιος αισθανόταν ένα κομμάτι του να θάβεται στο χώμα μαζί του. Ένα κομμάτι βαθιά χωμένο στο χρονοντούλαπο, μια αθώα, παιδική πλευρά του. Πριν δει τον κόσμο με ενήλικα μάτια.

Ανακουφίστηκε μόλις έφυγαν από τα νεκροταφεία. Ο κόσμος από το πατρικό σπίτι της μητέρας του άργησε να σπάσει. Ο νονός και η νονά του με τις κόρες τους έφυγαν τελευταίοι. Η Στέλλα ήταν χωμένη στην κουζίνα και έφτιαχνε καφέδες, δεν πρόλαβαν να πουν πολλά. Δίσκοι με μέτριους, σκέτους και γλυκούς πηγαινοέρχονταν συνοδευόμενοι από αρτοσκευάσματα τα οποία ο ίδιος δεν ακούμπησε.

The Perfect MatchWhere stories live. Discover now