Κεφάλαιο 42

147 22 8
                                    

Παρόλο που σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη οι νυχτερινές ώρες θεωρούνται η καλύτερη στιγμή για τέτοιες δουλειές, υπάρχουν κάποιοι που προτιμούν το καταμεσήμερο. Τότε που η μεσημεριανή ραστώνη παίρνει ύπουλα τον έλεγχο, ενώ το φως της μέρας ξεγελάει το ένστικτο της επιβίωσης που υπαγορεύει απόλυτη επαγρύπνηση το βράδυ, αλλά προβλέπει χαμηλά επίπεδα κινδύνου όταν ο ήλιος λάμπει, δίνοντας την λανθασμένη εντύπωση ότι τίποτα κακό δεν μπορεί να συμβεί.

Ξεφεύγοντας, λοιπόν, από τα συνηθισμένα, η ομάδα ανθρώπων βρίσκεται κρυμμένη και παρακολουθεί τον στόχο της υπομονετικά την ώρα που ο ήλιος έχει θρονιαστεί στο απόγειό του. Έχουν πάρει θέσεις από πολύ νωρίς και περιμένουν. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που έφτασαν στην μαρίνα, ο αρχηγός έχει δώσει εντολή για απόλυτη σιγή ασυρμάτου. Οι νέες τεχνολογίες παρέχουν πλέον σε οποιονδήποτε με λίγα λεφτά και στοιχειώδεις γνώσεις την ευκαιρία να παρεμβαίνουν σε κάθε σύστημα επικοινωνίας, ακόμα και όταν πρόκειται για τους αστυνομικούς ασύρματους.

Βεβαίως, η πρακτική να παρακολουθούνται οι συγκεκριμένοι ασύρματοι είναι γνωστή από παλιά. Οι δημοσιογράφοι ανέκαθεν κατέφευγαν σε τέτοια κόλπα, προκειμένου να μάθουν όσο το δυνατό πιο γρήγορα μια είδηση, να φτάσουν πρώτοι στον τόπο του συμβάντος, να προλάβουν να καταγράψουν όλες τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες πριν η αστυνομία τους απαγορεύσει την ελεύθερη πρόσβαση. Με το πέρασμα του χρόνου, όμως, οι αρχές είχαν υποτίθεται βελτιώσει το επίπεδο ασφάλειας των επικοινωνιών τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει, ωστόσο, και με τις ολοένα και πιο αναβαθμισμένες πόρτες ασφαλείας, για κάθε καινούριο λογισμικό της αστυνομίας, οι εγκληματίες έβρισκαν άλλα δύο για να το εξουδετερώσουν.

Οι αστυνομικοί έχουν αρχίσει να νιώθουν το σώμα τους να μυρμηγκιάζει από την πολλή ακινησία. Κανείς δεν τολμάει να παραπονεθεί, όμως. Είναι μια μικρή ομάδα, όλοι έμπιστοι του αρχηγού που βρίσκεται και ο ίδιος ανάμεσά τους, κάνοντας υπομονή και μουδιάζοντας μαζί τους. Ο Πολίτης μπορεί σχεδόν να οσμιστεί στον αέρα την προσμονή των υφισταμένων του. Άλλωστε, κι εκείνος αισθάνεται την ίδια ανυπομονησία. Θυμάται τον πρώτο καιρό στο Σώμα, όταν το αίμα του έβραζε και ήταν έτοιμος να πεταχτεί στο άκουσμα κάποιου εγκλήματος. Ο μέντοράς του, μια παλιά καραβάνα που άναβε με το ένα τσιγάρο το άλλο - πάθος που τελικώς πλήρωσε με καρκίνο του πνεύμονα, στον οποίο και υπέκυψε πριν δέκα χρόνια -, γέλαγε με την ανυπομονησία του. Ρε, τσακμακόπετρα, ενενήντα τοις εκατό η δουλειά του μπάτσου είναι αναμονή. Τα ρέστα είναι δράση... Αυτό να το βάλεις καλά στο χοντροκέφαλό σου, Πολίτη!

Φύλακας ΆγγελοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora