•Chapter 6•

75 2 0
                                    

Γυρησα κουρασμένη απ'το σχολείο. Είχε συννεφιά, ο καιρός ήταν σκοτεινός. Η τσάντα πίσω στην πλατύ μου με βάραινε, ανυπομονούσα να την ξεφορτωθώ και να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου.

Για κάποιο λόγο ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται, ένιωθα πως θα σοριαστώ κάτω λυπόθημη.

Άνοιξα την πόρτα, βλέποντας την μητέρα μου να ειναι κολλημένη πάνω στον καινούργιο της γκόμενο πάλι! Μόλις με είδαν εκείνος απομακρύνθηκε από την μητέρα μου. Εκείνη δεν το έκανε !
" Μπα ; Γυρησες ;"
" Ναι..."
" Να φτιάξεις να φας, δεν μαγείρεψα !"
" Και εσείς τι φάγατε ;", την ρώτησα, γυρίζοντας και την κοιταξω απ'τις σκάλες
" Εμείς φάγαμε έξω! Περάσαμε πολύ ωραία !", αναφώνησε ζωηρά, κοιτάζοντας τον με ένα χαμόγελο στα χείλη
" Αγάπη μου σου είπα να περιμένουμε και την Νίνα να έρθει για να πάμε όλοι μαζί έξω να φάμε!", είπε εκείνος τότε, κοιτάζοντας με μέσ'τα μάτια
Φορούσε ένα πορτοκάλι πουκάμισο, το οποίο έκανε τέλεια αντίθεση με την σκούρα του χρυσαφένια επιδερμίδα. Ήταν όμορφος.
" Α ναι ;", αποκρίθηκε αδιάφορα εκείνη τότε, όπου χαμήλωσα τα βλέφαρα μου με κάτι να σφίγγει επικίνδυνα την ψυχή μου, " δεν πειράζει μωρό μου, θα φτιάξει κάτι τώρα να φάει. Άσ'τήν να μαθαίνει, όταν θα πάει στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει, μόνη της θα το κάνει , δεν θα είμαι εγώ εκεί!"

Δεν θα είμαι πάντα εκεί να σε σώζω, Νίνα!

Πριν φύγω, γυρησα και κοίταξα τον άνδρα. Εκείνος πριν χαθεί μέσ'τα χείλη της, με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο λύπη. Με λυπόταν και καλά έκανε!

Εκείνη την ημέρα τελικά δεν έφτιαξα να φάω...τα πόδια μου δεν με βαστούσαν μέχρι την κουζίνα...

Άνοιξα τα μάτια μου. Βρισκόμουν στο κρεβάτι του Μπουράκ, δίπλα απ'το
γραφείο του. Η ατμόσφαιρα εκεί μέσα ήταν τόσο αποπνικτική, ποτέ δεν μου άρεσε. Μύριζε χόρτο.

Εκείνος στεκοταν από πάνω μου και κοίταζε...
" Γιατί με χαζεύεις ; Δεν είμαι η Μόνα Λίζα!"
" Δεν θα χαζευα ποτέ την Μόνα Λίζα! Δεν μου αρέσει!"
" Ενώ εγώ ;"
" Εσύ ναι...", μου χαμογέλασε, όπου άπλωσε το χέρι του, χαϊδεύοντας απαλά τον λαιμό μου.

Αισθάνθηκα κάποιον να κολλάει σαν βεντούζα από πίσω μου, σαν να προσπαθούσε να ρουφήξει την πλάτη μου. Ανατρίχισα.

Γυρησα απότομα το κεφαλή μου πίσω μέσα στα σκεπάσματα, κοιτάζοντάς τον γκόμενο της μητέρας μου. Ήθελε να μου βγάλει το νυχτικό.
" Μη..."
" Θα σου αρέσει...", έβλεπα την έξαψη στο πρόσωπο του και δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί
" Σε παρακαλώ..."
" Μικρη μου...", ανέβηκε επάνω μου μέσ'την σκοτεινιά, αρχίζοντας να ασελγεί στο κορμί μου

Έκλεισα τα μάτια μου. Αναστέναξα. Αναστέναξε και εκείνος...
" Βαλάντη ;", άκουσα την μητέρα μου να ουρλιάζει και ταράχτηκα.
Τα φώτα του δωματίου μου άνοιξαν.

Εκείνος αμέσως αποτραβήχτηκε από πάνω μου...
" Φλώρα να σου εξηγήσω..."
" Τι να μου εξηγήσεις ; Έχω μάτια και βλέπω!"
" Μαμα..."
" Βρωμοθύληκο...", τα μάτια της στένεψαν καθώς το βλέμμα της συναντήθηκε με το δικό μου, " φύγε απ'το σπίτι μου...έξω..."
" Τι ;", αρχησα να κλαίω
" Έξω είπα! Μου έχεις καταστρέψει την ζωή!", αρχησε να τραβά φρενιασμένη τα μαλλιά της και να ουρλιάζει, " δεν σε θέλω ! Δεν σε θέλω στην ζωή μου ! Φύγε! Με εχεις δυαλήσει ! Μου τα έχεις πάρει όλα, φύγε!"
" Μανούλα..."
" ΦΥΓΕ..."

Έτσι έφυγα...

Ο Βαλάντης ήθελε να έρθει μαζί μου μα εγώ δεν τον άφεισα...ένιωθε τύψεις...όμως...όμως τελικά δεν έφταιγε εκείνος...

Μαμά...μαμά εγώ ακόμα σ'αγαπώ...

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και ο Μπουράκ ειμουν σίγουρη πως μπορούσε να την ακούσει...
" Σήκω", μου είπε, " θα κοιμηθείς μαζί μου απόψε...δεν υπάρχει περίπτωση να σε αφεισω μόνη σου...".

Total EclipseWhere stories live. Discover now