•Chapter 22•

48 2 0
                                    

Κρατούσα σφυχτα το μαξιλάρι και περίμενα κάτω απ'τον κόκκινο φωτισμό να τελειώσει. Εκείνος αναστέναζε βαθυα. Εγώ όχι. Κρατούσα την ανάσα μου γεμάτη αηδία. Ένιωθα ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα να μου πνίγει τον λαιμό λες και κάτι κοφτερό είχε πάει και καθήσει εκεί.

Η κοιλιά μου πονούσε. Πειναγα. Ήθελα να φάω, δεν είχα φάει τίποτα σήμερα. Ένιωθα πως πρώτη φορά πεινούσα στην ζωή μου, πως είχα όρεξη να φάω κάτι.
" Πεινάω...", ψυθηρησα στο μαξιλάρι, περιμένοντας απάντηση
" Έλα να σου δώσω...", είπε εκείνος.

Έπιασε το κεφαλή μου και το πλησίασε στα σκέλια του. Το πήρα στα χέρια μου, νιώθοντας μια τεράστια λαχτάρα να ανθίζει μέσα μου. Το άγγιζα με τρυφερότητα, αφεινοντας τα χείλη μου να ταξιδέψουν επάνω του λες και ήταν του αγοριού μου και το λάτρευα.
" Πώς σου φαίνεται ;", με ρώτησε
" Καλό..."
" Απλά καλο ;"
" Ναι...απλά καλο..."

Μπορούσα να δω την μητέρα μου σε μια γωνιά του δωματίου να κάθεται και να με χλευάζει. Μα με χλευαζε γεμάτη πόνο. Το έκανε σαν να μην θέλει να το κάνει, δεν ήθελε να το κάνει...

Εφυγες και πηγές μακρυά
Σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά
Σβησαν απ'τα χείλη τα τραγούδια
Γύρω μαράθηκαν τα λουλούδια

Και τα δειλινά
Μια φωνή μου ψυθηρίζει
Μυστικά δεν θα γυρίσεις πιά.

Το αγαπημένο της τραγούδι. Από τόσο δα παιδάκι μια σταλιά την θυμάμαι να το βάζει στην διαπασόν και να το τραγουδάει. Επινε. Πάντα έπινε όταν το άκουγε μόνη της στο σαλόνι. Εκείνες τις ώρες απέφευγα να την αναζητήσω. Δεν ήθελα να την δω. Ήταν λες και έκανε έρωτα.

Μου έλειπε. Μου έλειπε αυτό το τραγούδι, μου έλειπε το σπίτι, το σαλόνι, μου έλειπαν τα μάτια της, η φωνή της, τα χέρια της, η μυρωδιά της, τα φορέματα που φορούσε. Μου λείπουν όλα αυτά κι ας με πλήγωσαν όσο τίποτε άλλο.

Εκείνος έπεσε πλάι μου και αρχησε να ροχαλίζει. Εγώ κρατουσα σφυχτα το σεντόνι πάνω στο γυμνό μου στήθος. Μπορούσα να αισθανθώ την μάσκαρα να τρέχει απ'τα μάτια μου επάνω στο μαξιλάρι. Δεν με ένοιαζε. Αυτό το μαξιλάρι δεν ήταν δικό μου, παρόλα αυτά το ένιωθα διότι με είχε δει να κλαίω, είχε αισθανθεί την θλίψη μου.

Έκλεισα τα μάτια μου. Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Σκέφτηκα πως θα ήταν τώρα να ειμουν νεκρή. Θα ειμουν ήσυχη, γαλήνια. Δεν θα ξανά χρειαζόταν να κοιτάξω πάλι αυτόν τον κόσμο, αυτούς τους ανθρώπους, εμένα. Η κοιλιά μου θα έπεφτε απαλά μιας και η αναπνοή μου θα είχε σταματήσει. Θα ειμουν πιο ανάλαφρη από ποτέ, δίχως να υποφέρω άλλο.

Σταμάτησα να αναπνέω. Κράτησα ήρεμα την αναπνοή που και δεν την άφεινα. Ήταν ωραια. Ένιωθα μια ευχάριστη πίεση στο στήθος, η οποία όσο περνούσαν τα λεπτά αρχησε να μην είναι εντέλει και τόσο ευχάριστη. Όμως, έπρεπε να το κάνω...

Ένιωσα το χέρι του να πέφτει απότομα πάνω στην κοιλιά μου και τρόμαξα. Άνοιξα τα μάτια μου, παίρνοντας μια πολύ βαθυα ανάσα λες και ειμουν εγκλωβισμένη κάτω απ'το νερό. Το οξυγόνο επέστρεψε και πάλι στα σωθικά μου.

Τον κοίταξα. Είχε γυρίσει πλευρό προς εμένα και συνέχιζε να κοιμάται.

Θα μπορούσα να είχα πεθάνει τώρα. Δεν έχω ούτε μια στάλα εγκέφαλο...

Total EclipseWhere stories live. Discover now