•Chapter 5•

84 2 0
                                    

Κάθησα ζαλησμένη στην καρέκλα.
Γύρω μου άκουγα κίνηση και φωνές μα δεν μπορούσα να τις προσδιορίσω. Κοίταξα το σώμα μου κι ευχήθηκα να μην το είχα κάνει. Τα μπούτια μου ήταν τόσο μεγάλα έτσι όπως αγκουμπουσαν πάνω στην καρέκλα. Είχα χοντρά πόδια. Τοποθέτησα επάνω τους τα χέρια μου προσπαθοντας να τα κρύψω. Όμως την ντροπή που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο που για αυτά, δεν θα κατάφερνα να την κρύψω ποτέ.

Αισθάνθηκα δίπλα μου κάποιον να κάθεται. Δεν είχα την δύναμη όμως να γυρίσω και να κοιτάξω.

Το μυαλό μου έτρεξε σε ένα άκυρο πάρτυ γενεθλίων που είχα πάει όταν ειμουν 17. Αν θυμάμαι καλά είχε γενέθλια κάποιο κοριτσάκι, οι γονείς του ήταν καλοί φίλοι της μητέρας μου και γείτονες μας.

Θυμάμαι ζωηρη μουσική, τραπέζια με κόσμο δεξιά και αριστερά στην καρδιά της πλατείας και παρά πολύ φαγητό. Είχα φάει λίγο και το κομμάτι απ'την τούρτα που μου σέρβιραν ούτε που το άγγιξα. Ειμουν ένα αδύνατο κοριτσάκι με μακρύ μαλλί μέχρι τον ποπό τότε και φορούσα ένα κολλητό μαύρο φόρεμα. Έπινα συνέχεια απ'την αμηχανία μου coca cola, βλέποντας όλους τους μπαμπάδες των παιδιών να με κοιτάζουν έντονα.

" Έχεις τσιγάρο ;"
Γυρησα τότε το κεφαλή μου, αντικρίζοντας δίπλα μου την Ελένη.
" Όχι..."
" Δεν καπνίζεις ;"
" Αν τύχει ναι..."
Ύστερα της γυρησα πάλι την πλατύ και χάθηκα πάλι στις σκέψεις μου. Την άκουγα που μου μίλαγε, όμως μετά από μερικα λεπτά η φωνή της αρχησε να απομακρύνεται και να πάυει να υπάρχει, όπως και εκείνη.

Αναστέναξα. Δίπλα μου στο πάρτυ γενεθλίων ηρθε τότε και κάθησε ένα γλυκύτατο αγοράκι με σκούρα μαλλάκια. Ήταν το ωραιότερο από όλα τα υπόλοιπα παιδάκια. Έμοιαζε με τον γιό του Αριστοτέλη Ωνάση όταν ήταν μικρούλης, τον Αλέξανδρο.
Με κοίταζε χαμογελωντας. Μιλήσαμε μα δεν θυμάμαι καθόλου τι είπαμε. Έχω την εντύπωση ότι με ρώτησε γιατί δεν τρώω και εγώ του απάντησα ότι δεν έχω όρεξη.

Ποτέ δεν έχω όρεξη!

Ένιωσα τοτε δίπλα μου των Ελένη να με σκουντά
" Τι ;"
" Αυτο το αγόρι εκεί δεν είναι πολύ όμορφο ; Καινούργιος είναι σαν και εμένα!"

Τα μάτια μου αξαφνα εστίασαν δίχως προηγουμένος να μπορούν.

Αντικρυσα εκείνον, σαν άγγελος να στέκεται μπροστά απ'το σκοτεινό παράθυρο της αίθουσας.

Κοίταξα τα χέρια του, την καμπύλη του λαιμού του, τα μακρυά του πόδια, τα κόκκινα σαρκώδη χείλη του, τις όμορφες καμπύλες του.

Total EclipseOù les histoires vivent. Découvrez maintenant