•Chapter 3•

115 2 0
                                    

Εκείνη κάπνιζε τα πούρα της κάτω απ'το ημίφως της κίτρινης λάμπας του σαλονιού, ενώ ο σύζυγος της με γάμαγε.

Είχε πέσει ολόκληρος πάνω μου και αναστέναζε δυνατά. Εγώ πάλι ειμουν σχεδόν νεκρή από κάτω του, λουσμενη στον καυτό του υδρωτα. Ήταν λες και είχα βουλιάξει μέσ'την θάλασσα, βλέποντας από πάνω μου τον ήλιο να εξαφανίζεται πίσω απ'την παγωμένη επιφάνεια του νερού.

Όταν ειμουν πιο μικρή είχα πνίγει. Προσπαθούσα να κολυμπήσω, να βγω έξω και να σωθώ μα δεν τα κατάφερνα. Ευχήθηκα να μην τα καταφέρω ποτέ!

Όμως, ένα χέρι με άδραξε απότομα και τότε αντίκρισα τα πράσινα μάτια της μητέρας μου να με καρφώνουν έντονα,
" Ελεος πια ! Δεν σου 'χω πει να προσέχεις όταν πηγαίνουμε στην θάλασσα!", μου φώναξε δυνατά όπου εκείνη την στιγμή ξέσπασα σε κλάματα, " δεν θα είμαι πάντα εκεί να σε σώζω, Νίνα!"

Η γυναίκα με τα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά με πλησίασε, σβήνοντας το πούρο που κάπνιζε. Έσκυψε πάνω απ'το κεφαλή μου, όπου αντικρυσα τα φουσκωμένα της στήθη καθώς πιεζόντουσαν στον στενό μαύρο κορσέ που φορούσε
" Δεν σ'ακουω να αναστεναζεις τόση ώρα !", μου είπε σιγανά, όπου τα μάτια μου έπεσαν τότε στα κόκκινα χείλη της, "θέλεις να το κάνει πιο γρήγορα ;"
" Όχι...", άφεισα τότε μια σιωπηλή κραυγή, το κορμί μου πονούσε ολόκληρο απ'το βάρος του άνδρα της

Εκείνος σήκωσε το κεφαλή του και με κοίταξε γελώντας. Ήταν τεράστιος, όμοιος με αρκούδα. Ο ιδρώτας έτρεχε ανάμεσα στα μουστάκια του, τα οποία κάθε τόσο τα εγλυφε και με κοίταζε με ένα βλέμμα που με τρόμαζε. Ήθελα να κλάψω. Εκείνη τότε πήρε το μαστίγιο που είχε τοποθετημένο επάνω στο τραπέζι του σαλονιού, υψώνοντας το πάνω απ'τα γυμνά μου στήθη
" Μη...", άφεισα τότε τα δάκρυα μου να κυλήσουν.

Χτύπησα διακριτικά την πόρτα του αφεντικού.
" Πέρασε Νίνα"
Το ήξερε πάντα οπότε ειμουν εγώ!
Μπήκα μέσα, αντικρίζοντας τον να πασπατεύει την Ελένη, ήταν καινούργια.
Η Ελένη μόλις με είδε σηκώθηκε απ'τα πόδια του και χαμογελωντας μου άχνα βγήκε έξω απ'το γραφείο.
Εκείνος μου έκανε τότε ένα νεύμα να τον πλησιάσω. Τον έλεγαν Μπουράκ, ήταν Τούρκος μα είχε μεγαλώσει εδώ στην Ελλάδα. Ήταν απ'τους πιο ισχυρούς άνδρες που είχα γνωρίσει και απ'τους πιο γοητευτικούς.

Τον πλησίασα, όπου καθησα απέναντι του. Δεν ήθελε, μου είπε να καθίσω στα πόδια του. Κατεβάζοντας τα βλέφαρα μου υπάκουσα, πηγαίνοντας να καθίσω στα πόδια του.

Πέρασε τα στιβαρά του χέρια γύρω μου, κοιτάζοντας με μέσ'τα μάτια.
" Οι πελάτες έμειναν πολύ ευχαριστημένοι από εσένα...", ακούγοντας κάτι τέτοιο χάρηκα μα δεν ήταν κάτι που στην πραγματικότητα θα έπρεπε, " και για αυτό, θα πληρωθείς παραπάνω από τις υπόλοιπες φορές..."
" Σε ευχαριστώ πολύ..." αποκρίθηκα

Εκείνος τότε με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο. Ένιωσα ολόκληρο το κορμί μου να ανατριχιάζει. Νομίζω το κατάλαβε και εκείνος γιατί με κοίταξε χαμογελωντας. Αξαφνα, χτύπησε η πόρτα.
" Πέρασε!"
Σηκώθηκα απ'τα πόδια του Μπουράκ. Αντικρυσα τότε ένα πανέμορφο ψηλό νεαρό αγόρι, να μπαίνει μέσα στο γραφείο. Η επιδερμίδα του ήταν κατάλευκη σαν του χιονιού και τα χειλάκια του κατακόκκινα λες και κάποιος του τα είχε δαγκώσει. Τα φρύδια του ήταν τόσο καλοσχηματισμένα και η μύτη του η πιο τέλεια μύτη που είχα δει ποτέ μου. Το σώμα του ήταν αδύνατο, με ωραίες σαγηνευτικές καμπύλες. Έμοιαζε με κορίτσι. Δεν τον είχα ξαναδεί.
" Νίνα μπορείς να πηγαίνεις τώρα...", μου είπε ο Μπουράκ, όπου τον είδα να ξερογλύφεται καθώς κοίταζε το όμορφο αγόρι.

Μου έδωσε τα λεφτά μου και έφυγα. Καθώς περνούσα δίπλα από εκείνο το αγόρι, το κοίταξα μαγεμένη. Το αγόρι όμως ούτε καν μου έδωσε σημασία. Για την ακρίβεια έχω την αίσθηση ότι δεν με συμπάθησε καθόλου ! Θα ήθελα πολύ να το γνωρίσω...

Total EclipseTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang