•Chapter 13•

59 2 0
                                    

Πήγα στο μπάνιο να πλύνω το πρόσωπο μου. Ένιωθα ολόκληρο το κορμί μου να καίγεται. Κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέφτη και τρόμαξα. Έβλεπα ολοκάθαρα την ψυχή μου, την ασχήμια της, τον πόνο που κουβαλούσε καθημερινά, την πληγή που δύσκολα θα μπορούσε να γιατρευτεί.

Ένιωθα τόσο βρόμικος μετά από τόσα χέρια που με είχαν αγγίξει. Πάντα όταν αυτό τελείωνε, ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί.

Η πόρτα άνοιξε απότομα. Είδα τοτε μια κοπέλα να μπαίνει μέσα και να πλησιάζει κλαίγοντας τον νυπτήρα, σαν να θέλει να ξεράσει. Τα χέρια της έτρεμαν, όπου τα μαλλιά της έπεφταν μπροστά στο ταραγμένο της πρόσωπο.
" Νίνα ;"
Εκείνη γυρησε το κεφαλή της αργά αργά και με κοίταξε. Δάκρυα αυλακωναν στα μάγουλα της, σαν παχυές σταγόνες βροχής.
" Μάρκο ;", τα χείλη της έτρεμαν, " συγνώμη που...με βλέπεις έτσι..."
" Τι ; Τι είναι αυτά που λες...;", την λυπήθηκα τόσο πολύ, η καρδιά μου σφυχτηκε σαν να ήταν δικός μου άνθρωπος, σαν να την ήξερα χρόνια, " μη ζητάς συγνώμη..."

Γυρησε προς τα έμενα, όπου στήριξε το κορμί της επάνω στον νυπτήρα. Ο πράσινος φωτησμος του μπάνιου την γοήτευε ακόμη πιο πολύ.
" Μάρκο..."
" Μπορείς...μπορείς να μου λες τα πάντα αν θέλεις...θα σ'ακουσω..."
Γέλασε. Δεν μου άρεσε αυτό της το γέλιο. Βασικά δεν ακούστηκε καν σαν γέλιο, αλλά σαν αναφιλητό.
" Δεν έχει κάποιο νόημα..."
" Γιατί ;"
"Γιατί...και να σου τα πω...δεν θα αλλάξει τίποτα..."
" Μας κάνει καλό να μιλάμε, Νίνα..."
"Εσένα σου κάνει ;"
" Νομίζω πως ναι..."
" Σε ποιόν μιλάς ;"
" Στο αγορι μου...και στον εαυτό μου... κάποιες φορές..."
" Μπορείς και μιλάς με τον εαυτό σου ;", να το πάλι αυτό το αναφιλητό! Μετά όμως ακολούθησε κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, ώσπου ξέσπασε.
Έκρυψε το πρόσωπο της μεσ'τις χούφτες των χεριών της, λυγίζοντας τα πόδια της, σαν να μην μπορούσε να αντέξει το βάρος από κάτι. Είχε ανάγκη να ελευθερωθεί...όπως και εγώ !

Την πλησίασα πιο κοντά, αγγίζοντας την απαλα στον ώμο. Διέκρινα τότε μια βαθυα δαγκωνιά επάνω του και αμέσως απομάκρυνα το χέρι μου. Κατέβασα τα βλέφαρα μου γεμάτος πόνο, σαν κάτι να με χτύπησε εκείνη την στιγμή. Σε κανέναν δεν αξίζει αυτό...όμως...όμως κατά κάποιον περίεργο και ανεξήγητο τρόπο συνέβαινε...
" Μακάρι...μακάρι και εγώ να μπορούσα να μιλήσω με τον εαυτό μου...η ίσως να τον αγκαλιάσω...να του δώσω κουράγιο..."

Έπεσε για κάμποσα λεπτά σιωπή ανάμεσα μας. Το μόνο που απλά κάναμε είναι να κοιταζόμαστε μέσ'τα μάτια, ξέπνοοι. Τα βλέφαρα της χαμήλωσαν σιγά σιγά, με μια ανεπαίσθητη θλίψη να τα σκεπάζει.

Χωρίς να το πολύσκεφτώ της είπα...
" Θέλεις να έρθεις μαζί μου ;"
" Τι εννοείς;"
"Να φύγουμε...να φύγουμε από εδώ..."
Προς στιγμήν χάρηκε, όμως μετά το πρόσωπο της ξανά σκοτείνιασε, καταλαβαίνοντας πως δεν θα φεύγαμε για πάντα...αλλά μονάχα για τώρα, για μια στιγμή...
" Εντάξει..."
Άπλωσε το χέρι της και εγώ το κράτησα σφυχτα, σαν να επρόκειτο να εξαφανηστει και εγώ να μην την ξαναδώ.

Της χαμογέλασα. Μου χαμογέλασε και εκείνη. Αρχίσαμε να τρέχουμε έξω απ'το μπάνιο, έξω απ'τους απαίσιους και ασφυκτικούς διαδρόμους, έξω απ'τους ζωντανούς-νεκρούς που άπλωναν τα χέρια τους κάτω απ'τους καπνούς των τσιγάρων κι απ'τους αναστεναγμούς που τρυπούσαν τους τοίχους , για να μας αρπάξουν και να μας κρατήσουν για πάντα φυλακισμένους εκεί. Αυτό ήθελαν και ίσως ναι, να το είχαν καταφέρει! Όμως όχι απόψε...

Τρέχαμε μακρυά, πλάι πλάι, όπου κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον στα μάτια καθώς κατηφορίζαμε κάτω στην ολόφωτη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας.

Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Απ'το στόμα μας έβγαιναν ζωηρά επιφωνήματα, αντικρίζοντας όλον τον κόσμο να απλώνεται μπροστα μας και να ζει. Ζούσαμε και εμείς.

Total EclipseWhere stories live. Discover now