•Chapter 43•

31 2 0
                                    

4 χρόνια μετά.



Είναι τρομακτικό το πόσο μπορείς να αλλάξεις εσύ, μα και η εποχή στην οποία ζεις. Όλα τελικά κινούνται όχι με τους ρυθμούς που θα θέλαμε. Είναι λες και ο χρόνος βιάζεται να ξεφορτωθεί κάτι. Τον ίδιο τον χρόνο. Ούτε και εκείνος τον αντέχει, αν και για τους ανθρώπους είναι πιο έντονο. Υπάρχω τώρα μονάχα σαν ιδέα στον εαυτό μου. Όχι πραγματικά. Είμαι σαν μια σκιά, σαν ένα φάντασμα από εκείνα που νομίζετε ότι βλέπετε μέσ'την νύχτα.

Το μυαλό μου έχει σταματήσει να σκέφτεται, το κορμί μου να αισθάνεται κι η καρδιά μου να χτυπά. Θα ήθελα να κάνω κάτι και να αλλάξει όλο αυτό. Ακόμη ελπίζω βαθυα μέσα μου πως μπορεί. Είμαι κυνηγημένη απ'όλους κι απ' όλα. Δεν έχω κανέναν για στήριγμα. Μονάχα τον εαυτό μου. Πάντα με τον εαυτό μας μένουμε στο τέλος αν δεν μπορούμε να συμμορφωθούμε.

Είμαι καθηλωμένη μπροστά από ένα κινητό. Προσπαθώ μόνιμος να ξεχνιέμαι κι αυτό με βοηθά. Μπαίνω μέσα σε μια πραγματικότητα ψεύτικη. Δεν είναι αληθινή κι αυτό είναι ακριβώς που μου αρέσει. Ζω μέσα σε έναν γυάλινο κόσμο, ο οποίος έχει υψώσει γύρω μου πελώρια τοίχη και έτσι κανένας δεν μπορεί να με πειράξει. Η τουλάχιστον έτσι νομίζω.

Αυτό το σπίτι είναι κρύο, μικρό, με την υπόσχεση ότι κάτι κακο θα σου συμβεί. Όντως έγινε κάτι. Μια μέρα καθώς πήγα να αλλαξω σκουλαρίκια, το κούμπωμα του ενός μου έμεινε μέσα στην τρύπα του αριστερου μου αυτιού. Πόνεσα πολύ. Πήγα στα επείγοντα και ευτυχώς οι γιατροί μου το έβγαλαν. Φαντάστηκα την μητέρα μου, να ήταν εκείνη την στιγμή διπλα μου. Την φαντάστηκα να ενδιαφέρεται για εμένα και να με περιμένει στην πόρτα σαν να ειμουν το μικρό της το κοριτσάκι. Είχα την ανάγκη να ξαναγίνω παιδί και εκείνη άνθρωπος.

Ο ένας απ'τους γιατρούς ήταν πολύ ευγενικός και εξυπηρετικός. Φορούσε μια μεγάλη γαλάζια μάσκα, εμποδίζοντας με να δω ολόκληρο το πρόσωπο του. Έβλεπα όμως τα μάτια του και αυτό μου ήταν αρκετό. Ήταν έντονα και γαλάζια σαν τον ουρανό. Μου θύμησε τα μάτια του Μάρκου. Όμως όχι, του Μάρκου ήταν πολύ πιο ωραία.

Περπατούσα μονη μου στο δρόμο, δεν ήξερα που πήγαινα, ώσπου άκουσα μια φωνή :
" Νίνα ;".
Γυρίζοντας το κεφαλή μου αντίκρισα τον Ηρακλή. Αιφνιδιάστηκα, δεν το περίμενα.
" Ηρακλή ;"
" Που πήγαινες ;"
" Σπίτι μου. Μένω σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο τώρα..."
" Έφυγες από εκείνη την πολυκατοικία;"
" Έφυγα. Ναι. "
Τα μάτια του πάντα με τρόμαζαν. Ίσως και να μην το έχω ξανά αναφέρει. Ίσως πάλι και να το έχω. Παρόλο που δεν χάρηκα και ιδιαίτερα που τον είδα, ένιωσα όμορφα διότι ήταν η πρώτη φορά μέσα σε αυτά τα χρόνια που επιτέλους ένιωσα κάτι. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου έκπληκτη. Ειμουν ζωντανή.
" Και μόνη σου μένεις εκεί ;"
" Δεν σε αφορά..."
" Δεν είπα πως με αφορά. Απλώς μια ερώτηση σου έκανα, αν θέλεις απαντά μου..."
" Δεν θέλω να απαντήσω...".

Total EclipseWhere stories live. Discover now