Δεν τον διέκοψα αμέσως.
Τον άφησα λίγο γιατί φάνηκε να το χρειάζεται.Δεν ξέρω τι έχει συμβαίνει στην ζωή του.Σίγουρα έχει βαρύ παρελθόν.Αλλα ξέρω ότι ότι και να είναι τον βαραίνει.
«Δεν έφυγες ακόμα;»τον ρωταω και τον πλησίαζω περισσότερο όταν σήκωσε το κεφάλι πάνω και άλλαξε αμέσως το σκεπτικό του ύφος.
«Τώρα...»λεει ξερά.Μονολεκτικά.
Το αγαπημένο του.«Αύριο είμαι πρωινή έτσι;Είδα το πρόγραμμα αλλά δεν θυμάμαι για κάποιο λόγο..»λέω και γελάω.
Προφανώς και θυμάμαι.«Πρωινή είσαι ναι.Με την Μαίρη»λεει και κουνάω το κεφάλι μου.
Αν είχε στομα η αμηχανία θα μας είχε καταβρόχθισει εδώ πέρα.
«Εντάξει τότε.»λεω γιατί πρέπει να πω κάτι.
«Ενταξει»λεει.
«Να πηγαίνω τότε.Να πας και εσύ.Ειναι και αργά...»λεω.Βάζει μπρος την μηχανή του και ανεβαίνει.
«Είναι αργά ναι»λεει.Αλλά τι έπρεπε να πει;
Έλα να σε πετάξω στο μαγαζί γιατί είναι αργά και δεν θέλω να κυκλοφορείς τέτοια ώρα μόνη.Το είπε;
Ούτε καν.«Καλό βράδυ Ηρακλή»λεω.
«Καλό βράδυ Μαρίνα»λεει και γυρνάω από την άλλη.Φαίνεται καλύτερα αρα θα είναι μια χαρά.
Δεν χρειάζεται να ανησυχώ για αυτόν.«Βασικά...»λεει και δεν έχω γυρίσει πιο γρήγορα στην ζωή μου ποτέ.
«Θα πάω έξω να φαω κάτι.Μηπως...δεν ξέρω.Μηπως πείνας;»ρωτάει.
Με ρωτάει να πάω μαζί του;
Θεέ μου!Από την μια είναι το δωμάτιο στο μαγαζί του που είναι μικρό και είμαι ολομόναχη και από την άλλη είναι κάπου έξω να τρώμε εγώ και ο Ηρακλής.
Δεν θέλει πολύ σκέψη.«Πεινάω τόσο που θα πήγαινα στο μαγαζί και αν δεν είχε τίποτα θα έτρωγα μόνο ζάχαρη!ΣΚΕΤΗ!»λεω και γελάει με αυτό.
Πλησίασα και μου δίνει το κράνος του.
«Εσυ;»τον ρωταω.
«Φόρεσε το»
«Μα εσυ δεν θα έχεις...»λεω.
Αυτή η συζήτηση έχει ξαναγίνει λίγες μέρες πριν νασικαζΣηκώνει το ένα φρύδι του.
«Με έχεις για τόσο μαλακα ώστε να φορέσω το κράνος εγώ και να σε αφήσω εσένα έτσι;»ρωτάει.
«Δεν σε ξέρω βασικά»λεω με μια τσαχπινιά και φοράω το κράνος.«Μου πάει;»λεω για μια ακόμη φορά και σουφρώνει την μύτη του.
Μετά σήκωσε το χέρι του και έκλεισε το κράνος από κάτω.Σαν ένα κούμπωμα ήταν υποθέτω.«Δεν τα φοράμε για να μας πάει»λεει.
«Ασφάλεια.Σωστα»συμπληρώνω.Γυρνάει μπροστά και βάζω το ένα πόδι πάνω για να το βάλω από την άλλη μεριά.Καθομαι πισω του και βάζω τα χέρια μου πάνω στα γόνατα.
Ξεκινάει και πάει σιγά σχετικά έτσι μπορώ και να μην κρατιέμαι.
Αν με ρωτάς θα μου άρεσε να βάλω τα χέρια μου γύρω του-για προφανής λόγους- αλλά δεν το κάνω.
Προσπαθώ δηλαδή να μην το κάνω.Όλα κουνιόντουσαν γρήγορα μπροστά μου.
Και ήταν μαγικό.«Εντάξει είσαι;»με ρωτάει από μπροστά.
«Όσο δεν σταματάς απότομα καλά είμαι»του θυμίζω για την προηγούμενη φορά και το κόκκινο φανάρι.«Απότομα πως;Έτσι;»λεω και σταματάει για λίγο απότομα και κολλάει το μάγουλο μου στην πλάτη του.
«ΗΡΑΚΛΗ!»φωναζω και αυτός γελάει από μπροστά.«Κοιτά κοιτά που αποδείχτηκε οτι το αφεντικο μου έχει και χιούμορ...!»λεω.
«Όπως ειπες και πριν.Δεν με ξέρεις»λεει.Όχι δεν σε ξέρω καλά σίγουρα.
Αλλά όσο σε ξέρω,φτάνει.
Φτάνει να κανείς όλο το σωμα μου να πάρει φωτιά μόνο και μόνο που είμαι τόσο κοντά σου.Φτάνει το άρωμα της Κολωνιας του να μην με αφήσει να κοιμηθώ όλο το βράδυ.
Μαρεσει που μου είπαν τα παιδιά να κρατήσω χαμηλό προφίλ.
Και εγώ κάθομαι και τρελενομαι εδώ πέρα για κάποιον που γνώρισα πριν ένα μήνα.Γιατί τρέλα είναι αυτό.
«Ούτε εγώ σε ξέρω αλλά ούτε εσύ ξέρεις εμένα...»λεω καθώς στρίβει σε ένα στενό.
«Μάλιστα»απανταει κοφτά τώρα.Τι ήταν αυτή η απάντηση;
«Τι μάλιστα;»ρωταω.
«Μπορεί και να έχω πέσει έξω αλλά κάτι μέσα μου λεει ούτε εσυ η ίδια ξέρεις ποια εισαι...»λεει καθώς γυρνάει το κεφάλι λίγο προς το πλαι.Δεν απανταω.
Γιατί έχει δίκιο.Κοιτάω το μέρος που είμαι και την ζωή που έχω κάνει τον τελευταίο καιρό.
Ζω σαν την Μαρίνα αλλά μέσα μου είναι μια Θαλεια κρυμμένη.
Ποια είμαι στο τελος όμως;
YOU ARE READING
Γλυκός Πειρασμός (#5 ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΙΔΑ)
RomanceΓλυκός πειρασμός(#5 ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΙΔΑ) Η Θαλεια είναι η κόρη του μεγαλύτερου επιχειρηματία . Έτοιμη για έναν γάμο που δεν θέλει με κάποιον που σιχαίνεται. Τι θα γίνει όταν το σκάσει από το σπίτι της και τους φίλους της;Όταν θα αποκτήσει ένα άλλο όνομα κα...