Κεφάλαιο 9

592 82 60
                                    

Μπαίνω μέσα στο σπίτι και βλέπω παντού κλειστά κουτιά πίτσας και μπολάκια με παγωτό Nirvana.

My paradise!

Αρπάζω το πρώτο κουτί πίτσας (εμ τι, το γλυκό για το τέλος), το ανοίγω και είναι άδειο.

Okaaaay....

Ανοίγω κι άλλο κουτί. Άδειο. Δεν μπορεί να γίνεται αυτό.

Ανοίγω γρήγορα ότι κουτί πίτσας και παγωτού βρίσκω μπροστά μου και δεν έχουν τίποτα.

"Σίγουρα κάποιο θα υπάρχει. Δεν γίνεται όλα να είναι άδεια." Μονολογώ ενώ συνεχίζω να ανοίγω τα κουτιά.

"Έρη, ξύπνα. Ξύπνα." Ακούω κάποιον και με βγάζει από τον εφιάλτη μου.

Ευτυχώς, δηλαδή γιατί δεν θα άντεχα τέτοιο εφιάλτη.

"Τι θες;" ρωτάω τον Στέφανο μπροστά μου με την 'υπέροχη' πρωινή φωνούλα μου σαν νταλικέρη.

Τρίβω τα μάτια μου και βλέπω έξω από την μπαλκονόπορτα ότι τώρα βγαίνει ο ήλιος.

Τα μαύρα μαλλιά του Στέφανου είναι ανακατεμένα από τον ύπνο ενώ τα μάτια του νυσταγμένα.

"Έλα στο κρεβάτι μου. Έχουμε σχολείο και με ξυπνάει η μάνα μου για το σχολείο οπότε..." αφήνει την πρόταση αόριστη.

Του γνέφω, βγαίνω από τα σκεπάσματα και προχωράω τυφλά. Χτυπάω σε κάτι έπιπλα ενώ κρυώνω πάρα πολύ.

Τα δόντια μου τρέμουν, το ίδιο και όλα τα άλλα μέλη του σώματος μου και η τρίχα έχει σηκωθεί κάγκελο

Νιώθω τα ζεστά του δάχτυλα να ακουμπάνε το δεξί μου μπράτσο, ανατριχιάζω αλλά κατευθείαν το παίρνει από εκεί και τυλίγει τους ώμους μου και με κατευθύνει στο δωμάτιο του.

Πέφτω στο κρεβάτι σαν ψοφίμι που είμαι και με παίρνει ο ύπνος πάλι σα να μου έδωσαν υπνωτικό.

[...]

"Κλικ"

Ακούω μέσα στο ύπνο. "Δεν είναι γλυκούλια; Θα την κορνιζάρω."

Αυτή είναι η μάνα του είμαι σίγουρη.

Βάζω το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι. Αφήστε με να κοιμηθώ κι άλλο.

"Ρε μάνα έλεος! Βγες έξω!" Φωνάζει ο Στέφανος.

"Συγνώμη παιδί μου απλά δεν κρατήθηκα να μη σας βγάλω φωτογραφία."

Θεέ μου τι ακούω;

"Καλά τώρα βγες έξω. " της λέει απότομα.

Αγώνας ΑντοχήςOnde histórias criam vida. Descubra agora