Κεφάλαιο 17

600 72 59
                                    

Την επόμενη μέρα με τον Ηλία πήγαμε βόλτα, ήπιαμε milkshake όσο χαζεύαμε και πειράζαμε τα περιστέρια στην πλατεία Κύπρου. Βέβαια όλη την ώρα με πείραζε και μετά με φιλούσε. Δεν με άφησε ποτέ παραπονεμένη. Είναι πολύ καλός μωρέ!

Και τώρα είμαι στο γυμναστήριο και η χαρά μου; Απερίγραπτη!

Μου έκατσε και βαρύ το milkshake.

Και ποιος τον ακούει τον άλλον. Έχει και νεύρα τώρα τελευταία και ξεσπάει σε εμένα την καψερή.

"Άμυνα, δεξί πόδι, δεξί σου λέω! " μου φωνάζει.

"Ναι ναι δεξί συγνώμη!"

"Να μην ξανασυμβεί!" 

Μάλιστα καπετάνιε!

Αλλά ρε παιδιά, πείτε μου τώρα. Τι δεξί, τι αριστερό;

"Σε τρεις μέρες έχουμε έναν πολύ σημαντικό αγώνα. Πρέπει να τον νικήσεις αλλιώς θα αποκλειστείς. Δεν δέχομαι τέτοια προπόνηση λίγες μέρες πριν. Δηλαδή που έχεις το μυαλό σου;"

Στον μασκοφόρο ο οποίος δεν μου έχει δείξει σημάδι ζωής ακόμα... Μάλλον με βαρέθηκε...

"Θα μου απαντήσεις;"

Τι αγενείς άνθρωποι που υπάρχουν! Ντροπή, ντροπή...

"Δεν πειράζει μωρέ κι αν χάσω κανέναν αγώνα..."

"ΤΙ;!" Τσιρίζει.

Απαγορευμένη πρόταση...

"Εννοούσα ότι δεν πρέπει να τον χάσω αυτόν τον αγώνα!" του απαντάω δυναμικά.

Με πλησιάζει και βάζει τον δείκτη του μπροστά στη μύτη μου.

"Ένα πράγμα θα σου πω. Ή θα νικήσεις τον αγώνα ή θα νικήσεις τον αγώνα.  Επιλογές άλλες δεν έχεις." μου λέει μπροστά στο πρόσωπο μου.

Αν δεν ήταν ο πατέρας μου θα τον φοβόμουν. Αλλά δεν είναι!

"Το πρώτο έχει  καμιά διαφορά από το δεύτερο;"

"Το πρώτο είναι να την διαλύσεις και το δεύτερο θα την καταστρέψεις."

"Ενδιάμεσο δεν υπάρχει;"

"Μάντεψε!"

"Όχι!" του λέω με δήθεν χαρούμενη κοριτσίστικη φωνή και μου κάνει σήμα ότι τελείωσα.

"Τέλος!"

"Επιτέλους!" του φωνάζω και πάω στα αποδυτήρια. 

Ανοίγω τον σάκο μου και βλέπω μια μαύρη κάλτσα. Μόνο μία. Ανώμαλος είναι ο άνθρωπος;

Αγώνας ΑντοχήςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora