Κεφάλαιο 2

949 110 78
                                    

Τα ροδάκια από τις δύο βαλίτσες μου που σέρνονται στο έδαφος ακούγονται μέχρι να φτάσω στο πίσω μέρος του αμαξιού. Ο πατέρας μου τις τοποθετεί.

Κάθομαι στα σκαλοπάτια έξω από το σπίτι μου και περιμένω τον πατέρα μου. Μου κάνει σήμα πως φεύγουμε.
Βγάζω ένα άσπρο μαντήλι μέσα από την τσέπη της φόρμας μου και το κουνάω ψηλά. Αρχίζω να κλαίω ψεύτικα σκουπίζοντας τα 'δάκρυα' μου.

"Μπάμπηηη! Γιατί μας άφησες από τόσο νέος;" το σκέφτομαι λίγο "Όπα. Λάθος σενάριο. Πάμε πάλι. " παίρνω μια αναπνοή και αλλάζω την φάτσα μου.

"Γιατί; Πως θα αφήσω όλες μου τις αναμνήσεις εδώ; Μα γιατί να σ'αφήσω από τόσο νωρίς σπιτάκι μου;"

Κλαίω -ψεύτικα πάντα- στον ώμο του πατέρα μου ενώ τον τραβολογάω πέρα δώθε από τον 'πανικό' μου.

"Θα σταματήσεις το δράμα και θα μπούμε στο αμάξι να φύγουμε επιτέλους;"

"ΚΑΤ! ΚΑΤ!" Κουνάω στο αέρα τα χέρια μου κάνοντας σήμα να το κόψουν -μη με ρωτήσετε ποιον- και κοιτάω αγριεμένα τον αυστηρό πατέρα μου. "Μα τι κάνεις;" βγάζω ένα χαρτί από την πίσω τσέπη της φόρμας μου.

"Στο σενάριο λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να με παρηγορήσεις σαν ένας φυσιολογικός πατέρας." Του δείχνω το χαρτί με τον δείκτη μου.

"Έρη δεν έχουμε χρόνο για θεατρικά. Μπες μέσα στο αυτοκίνητο να φύγουμε."

Ανοίγει την πόρτα και μου δείχνει αυστηρά να μπω μέσα.

Αναστενάζω και πετάω ένα "Ερασιτέχνες" ενώ κουνάω απογοητευμένη το κεφάλι μου και μπαίνω μέσα στο ερείπιο που αποκαλούμε αυτοκίνητο.

Πως θα μας φτάσει μέχρι την Αθήνα ένας θεός ξέρει. Αυτό κάθε φορά που το παίρνουμε μέχρι να φτάσουμε στα δέκα μέτρα σταματάει η μηχανή. Μετά άλλη μισή ώρα να πάρει πάλι μπρος.

Αύριο δηλαδή θα φτάσουμε στην Αθήνα. Κι αν φτάσουμε. Μας βλέπω να μένω σε κανένα κατσικοχώρι μαζί με κάτι κότες και πρόβατα να μου κάνουν παρέα. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.

Αρχίζουμε την διαδρομή μας για την πρωτεύουσα μας. Δεν πιστεύω να έχω ξεχάσει τίποτα. Όλα τα πήρα...

"Γκάρφιλντ!" Ιιι τον ξέχασα! "Σταμάτα! Σταμάτα!" Ανοίγω την πόρτα του αυτοκινήτου πριν καν το σταματήσει.

Ευτυχώς είχε χαμηλή ταχύτητα αλλιώς θα είχα σκοτωθεί. Τρέχω μέχρι το σπίτι και μπαίνω μέσα.

Τον βλέπω να κάθεται στο παράθυρο και νιαουρίζει περίεργα κοιτώντας το απέραντο. Αν δεν τον ήξερα δύο μέρες θα έλεγα ότι είναι δαιμονισμένος.

Αγώνας ΑντοχήςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora