*Κεφάλαιο 5*

606 140 33
                                    

                     ~Ρόουζ~

Συνεχίσαμε την ανάβαση, ώσπου πήραμε μία απότομη στροφή προς τα αριστερά περνώντας από τις πύλες που άνοιγαν η μία μετά την άλλη στο διάβα μας .Τα τερατόμορφα στόμια υδρορροών έμοιαζαν άγρυπνοι φρουροί πάνω στα αψιδωτα παράθυρα τους .Ενώ τις προσπερνουσαμε, θα'περνα όρκο ότι είδα κάποια πρόσωπα να μας κοιτούν ερευνητικά από τα παράθυρα, αλλά προτού καταφέρω να ρίξω δεύτερη ματιά μας καταπιε για μία ακόμα φορά το δάσος . Καθώς συνεχίζαμε την πορεία μας στον στριφογυριστο δρόμο, τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν, επιτρέποντας στις αχτίδες του ήλιου να τρυπώνουν σποραδικά ανάμεσα από τα κλαριά των πεύκων .Σιγά σιγά τα δέντρα εξαφανίστηκαν, παραχωρώντας στη θέση τους σε ολανθιστους θάμνους, και αξαφνα ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται, ανίκανη να κρυψω την κατάπληξη .Μπροστά στα μάτια μου , περικυκλωμένος από μία τεράστια έκταση γκαζόν , ορθώνονταν ένας μεγαλοπρεπής πύργος τόσο μεγαλος , που το αχανές δάσος έμοιαζε να ωχριά μπροστά του .Ήταν ένα περίεργο αρχιτεκτονικό πάντρεμα • ψηλοί οβελίσκοι γοτθικού ρυθμού ορθώνονταν προς τον ουρανό σαν φυσική συνέχεια της ανοιχτόχρωμης πέτρας , εκατοντάδες αψιδωτα παράθυρα πλαισίωναν τους τρεις ορόφους , ενώ ένα κομψό μπαλκόνι εξείχε στο κέντρο του κτήματος , στηριγμένο σε τέσσερις κίονες πάνω από την κεντρική είσοδο .Στο βάθος μπορούσα να διακρινω σειρές από γκαράζ και στάβλους .Το πρωινό φως στραφταλιζε πάνω στα νούφαρα που επέπλεαν σε μία λίμνη στο βάθος .Δέντρα κάθε πιθανού μεγέθους και είδους περιεφραζαν την περιοχή , μέχρι το σημείο όπου άρχιζε το πυκνό δάσος .Ένας απότομος ,γεμάτος πεύκα λόφος αγκάλιαζε το πίσω μέρος του πύργου .
Διασχισαμε κυκλικά τον χωμάτινο δρόμο , περνώντας περιμετρικά από ένα συντριβάνι , ώσπου τελικά σταματήσαμε μπροστά από την επιβλητική είσοδο .
<<Τώρα θ'ανοιξει η κρεμαστή γέφυρα ;>> ψιθύρισα χωρίς να ακούγομαι .Αλλά αντί για κρεμαστή γέφυρα ,είδα πλατιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε μία διπλή μαρμάρινη πόρτα ακριβώς κάτω από το πέτρινο μπαλκόνι .
Δεν κατάφερα να δω κάτι άλλο , καθώς ο Ντρέιβεν άνοιξε απότομα την πόρτα του αυτοκινήτου , με άρπαξε απ'το χέρι και με τράβηξε προς τα σκαλιά, ακολουθούμενος απ'τους υπόλοιπους τέσσερις .Οι μαρμάρινες πόρτες άνοιξαν προς τα μέσα , και έμεινα να κοιτάζω το εσωτερικό του πύργου με ανοιχτό το στόμα .Μία μεγάλη στριφογυριστη σκάλα ,φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από λευκο μάρμαρο, οδηγούσε σε ένα φαρδύ μπαλκόνι και έναν διάδρομο .Λάμπες σε σχήμα δαδιων,τοποθετημένες στον τοίχο ,τονιζαν τη μεγαλοπρέπεια της .Απέναντι ακριβώς από εκεί όπου στεκόμασταν υπήρχαν δύο πόρτες όμοιες με αυτές που είχαμε μόλις διαβεί , μόνο που εμείς κατευθύνθηκαμε προς μία μικρότερη στα αριστερά μας .Περάσαμε μπροστά από έναν μπάτλερ, ο οποίος υποκλίθηκε.
<<Υψηλότατε.Εξοχότατοι.Κύριε... Κυρία.>>πρόσθεσε, εμφανώς, αβέβαιη για το αν είχα ακούσει καλά τους τίτλους με τους οποίους είχε προσφωνησει τους απαγωγείς μου.Ξαναβρίσκοντας αμέσως την αυτοκυριαρχία του,γύρισε προς τον Ντρέιβεν.<<Η κυρία είναι φιλοξενούμενη Υψηλότατε;>>
Ο Ντρέιβεν καγχασε απειλητικά .<<Όχι .Απλώς για διασκέδαση>>
<<Πολύ καλά ,Υψηλότατε.>>
Υψηλότατε;Ο Ντρέιβεν είχε αναφέρει νωρίτερα ότι ήταν πρίγκιπας .Αλλά η Βρετανία είχε ήδη βασιλική οικογένεια .Ίσως να ήταν μακρινός συγγενής της βασιλικής οικογένειας. Αλλά αν ήταν έτσι, δε θα το ήξερα; Δε νομιζω οτι ένας τέτοιος συγγενής θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος .Ο Ντρέιβεν έβγαλε έναν αόριστο ήχο που υποδηλωνε μάλλον αυταρέσκεια  και υπομειδίασε.Στη συνέχεια, εντελώς απροειδοποίητα, με έσπρωξε βίαια προς μία μικρότερη πόρτα και βρέθηκα σκονταύτοντας σε ένα πολυτελέστατα διακοσμημένο σαλόνι. Οι τοίχοι ήταν επενδυμενοι με ξύλο ,ενώ το πάτωμα ήταν καλυμμένο απ'ακρη σ'ακρη από κατάμαυρη γυαλιστερή πλάκα που από πάνω του δέσποζε ένα πανάκριβο χαλί .
Σε κάποια στιγμή Ακούστηκε η όλο έπαρση φωνή του Ντρέιβεν.
<<Λοιπόν πως ειπες ο,τι σε λένε;>> γυρισα και τον κοίταξα .
<<Πρόβλημα μνήμης φαντάζομαι έτσι;>>χασκογέλασε και ήρθε κοντά μου .Τύλιξε τον αντίχειρα και τον δείκτη του γύρω από το πηγούνι μου αναγκάζοντας με έτσι να τον κοιτάξω .
<<Βλέπεις δεν συνηθιζω να ασχολούμαι με τα θύματά μου >>.
<<Άντε γαμήσου.>> μουρμούρισα μέσα απ' τα δόντια ,χωρίς να θέλω να ακουστω .<<Πολύ ευχαρίστως, Κοριτσάκι, πολύ ευχαρίστως.>>
<<Ντρέιβεν !>> είπε σφυρίζοντας μέσα απ'τα δόντια του ο Άντριαν, αγριοκοιτάζοντας τον .Τα μάτια του ήταν σαν να πετούσαν κεραυνούς. Για ένα ολόκληρο λεπτό επικράτησε απόλυτη ησυχία, μέχρι που ο Ντρέιβεν ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και έγειρε στον καναπέ. Έπιασε να χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλα του στην πλάτη του καναπέ ,καρφώνοντας προκλητικά το βλέμμα του πάνω μου με μία έκφραση που δήλωνε ευθαρσώς ποσό πολύ το διασκέδαζε .<<Ειδες πάρα πολλά ,κι αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα για μας .Επομένως, έχεις δυο επιλογές ,Κοριτσάκι .Η θα γίνεις μία από μας η θα μείνεις εδώ  για πάντα >>.
Δεν χρειάστηκε ούτε δευτερόλεπτο για ν'αποφασισω ποια απ'τις δύο προτάσεις θα επέλεγα.<<Δεν είμαι δολοφόνος , κι ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ>>.
Ο Ντρέιβεν ανασήκωσε για μία ακόμη φορά αδιάφορα τους ώμους .<<Τότε θα πρέπει να μείνεις εδώ , μέχρι να αποφασίσεις ν'αλλάξεις.Και μην τρέφεις ελπίδες ότι θα έρθουν να σε σώσουν .Δεν υπάρχει θνητός που μπορεί να μπει εδώ μέσα χωρίς να τον αντιληφθούμε>>.
<<Θνητός;>>ρώτησα ,σμίγοντας τα φρύδια μου .
<<Ναι .Θνητός >>.Έστρεψε το βλέμμα του προς τους άλλους χαμογελώντας αυτάρεσκα.<<Δεν βρίσκεται ότι είναι πολύ πιο διασκεδαστικό όταν δεν έχουν ιδέα;>>Η ερώτηση του χαιρετίστη με ένα γενικευμένο μουρμουρητό επιδοκιμασίας . Ο μόνος που δεν αντέδρασε ήταν ο Άντριαν .
<<Πόσων χρονών νομίζεις ότι είμαι;>>ρώτησε ο  Ντρέιβεν .Η ερώτηση μου φάνηκε άσχετη ,αλλά απάντησα .Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τον κάνω να θυμώσει .<<Δεκαεννιά;>>
Κοιτάχτηκαν και,κρυφογελώντας, έδειξαν να συμφωνούν σιωπιλά σε κάτι .<<Λάθος .Είμαι εκατόν ενενήντα εφτά>>.
Σήκωσα δύσπιστη τα φρύδια μου .<<Κανείς δε ζει τόσο πολύ ->>
<<Το είδος μου ζει τόσο πολύ ,κι ακόμα περισσότερο>>είπε ο Ντρέιβεν , διακόπτοντας με.<<Και για να μην σε κτραταω άλλο σε αγωνία , Κοριτσάκι, όταν λέω το είδος μου , εννοώ τους βρυκόλακες>>. Κουνησα το κεφάλι τρελαμένη ,ανίκανη να δεχτώ εκείνο που άκουγα .Ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη,αναγκάζοντας τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκωθουν. Είναι τρελοί .
.Έκανα δύο  βήματα πίσω και γέλασα νευρικά λόγω της δήλωσης  του ,αν και ταυτόχρονα αναρωτιόμουν τι είδους παιχνίδι έπαιζαν, και ποια απάντηση θα με κρατούσε στη ζωή για μεγαλύτερο διάστημα .<<Τι είναι πάλι αυτό; Κάποιο άρρωστο αστείο ;>>
Το αυτάρεσκο χαμόγελο του Ντρέιβεν εξαφανίστηκε .
<<Με βλέπεις να γελαω;>>απάντησε ,ανοίγοντας τα χείλη του με τρόπο που να φαίνονται τα ούλα του .Εκεί,πάνω απ'το σαρκώδες κάτω χείλος του ,φαίνονταν δύο κοφτερά δόντια .Ακόμα κι αν δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλα ,δε χωρούσε αμφιβολία πως ήταν κυνόδοντες.
<<Ψεύτικοι σίγουρα>>είπα, καρφώνοντας το βλέμμα πάνω τους .Ακούστηκα πολύ πιο τολμηρή απ'ο,τι αισθανόμουν .
<<Θέλεις να τους ελέγξεις;>>απάντησε ο Ντρέιβεν.<<Δεν υπάρχουν βρικόλακες>>ψέλλισα,κουνώντας δύσπιστη το κεφάλι μου.<<Είστε απλώς τρελοί>>.
Προτού προλάβω να προσθέσω το παραμικρό , βρέθηκα κολλημένη στον τοίχο , με τα χείλη του Ντρέιβεν ν'αγγίζουνε ανεπαίσθητα τον λαιμό μου .Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά .Ένιωσα σε όλο μου το είναι τη δύναμη του , την εξουσία του , την πείνα του .Η ανάσα του δε ζέσταινε το δέρμα μου , όπως θα έκανε η ανάσα οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος ,αλλά το πάγωνε ,στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα .Ή καρδιά μου σφυροκοπουσε τόσο αρρυθμα και δυνατά ,που οι φλέβες στους καρπούς μου άρχισαν να φουσκώνουν σαν να'θελαν να δραπετεύσουν ,σκορπίζοντας κατακοκκινες πανάδες στο δέρμα μου.
Σφάλισα τα μάτια μου και ένιωσα μία ανεπαίσθητη πίεση κατά μήκος του λαιμού μου,καθώς τα κοφτερά σαν λεπίδες δόντια του ταξίδεψαν αργά πάνω στη γραμμή της καρωτίδας μου,προτού όλο και πιο βαθιά σκίζονταν το ένα στρώμα δέρματος μετά το άλλο,σκάβοντας για την φλέβα μου .Μου ξέφυγε μία κραυγή .Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα .Τα χέρια μου έκλεισαν σε σφιχτές γροθιές .Έμπηξα τα νύχια στο εσωτερικό των χεριών μου κι έσφιξα τα δόντια .Ήμουν στο έλεος του . Ήταν έτοιμος να με σκοτώσει .Αλλά εγώ δεν ήμουν έτοιμη να πεθάνω .
Αποτραβήχτηκε , αλλά συνέχισε να με κρατάει παγιδευμένη με το σώμα του , εμποδίζοντας τη φυγή μου .Με κοίταξε ίσια στα μάτια και ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται .Τα μάτια του από σμαραγδί είχαν γίνει κόκκινα .<<Άκου προσεκτικά ,Κοριτσάκι .Δεν είμαι ένας οποιοδήποτε βρικόλακας .Ανήκω σε βασιλική οικογένεια, και θα κάνεις ο,τι σου λέω εγώ .Κοίτα , λοιπόν να προσέχεις τα λόγια σου , επειδή δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις πότε θα πεινάσω >>.
Έκανα λίγα βήματα προς τα πίσω και απομακρύνθηκα για τα καλά .<<Μεταμορφώσου η μείνε για πάντα εδώ .Η επιλογή είναι δική σου .>>Δεν κάθισα ν'ακουσω τι άλλο είχε να πει .Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του άρχισα να παραπατάω προς τα πίσω, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γυρίσει το πόδι μου και να προσγειωθώ στο πάτωμα ,μόνο που αυτό δεν έγινε ποτέ .Ο απόκοφος ήχος του υφάσματος που σκίζεται ακούστηκε σε όλο το δωμάτιο .Ή ξεγυμνομένη επιδερμίδα μου που εκτέθηκε στο κρύο της αίθουσας ανατριχιασε .Γύρισα το βλέμμα μου ,προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσω πάνω στο πλέον μισόγυμνο κορμί μου ότι είχε απομείνει από το φόρεμα .Τα βλέμματα όλων των αγοριών ήταν καρφωμένο πάνω μου .Γονάτισα κάτω, κοκκινισμένη ,ταλαιπωριμένη μην αντέχοντας άλλο όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες .Ένα δροσερό δάκρυ κύλησε στο καυτό μου μάγουλο .<<Μην....>>ήταν το μόνο που μπόρεσα να ψελλίσω.
Ή κοφτή πλέον άχρωμη φωνή του Ντρέιβεν ακούστηκε βροντερή στον ήσυχο χώρο.<<Είσαι υβρίδιο.>>Δεν ήταν ερώτηση .
Γύρισα και τον κοίταξα ,τα πάντα φαίνονταν θολά .Τα δάκρυα μου κυλούσαν ανεξέλεγκτα. Ντρεπόμουν για αυτό , φοβόμουν .
<<Υβρίδιο;>>ή φωνή μου βγήκε πνιχτή καθώς ρωτούσα .Το σαγόνι του Ντρέιβεν ήταν σφιγμένο ,τα μάτια του ήταν καταύμαρα.Πως γινόταν αυτό; Τα βροντερά βήματα του καθώς ερχόταν κοντά μου με έκαναν να μαζευτώ .Με έπιασε από το μπράτσο και με σήκωσε απότομα πάνω .<<Ντρέιβεν όχι τώρα..>> ή φωνή του Άντριαν  ακούγονταν ανήσυχη .Τον κοίταξα καθώς τύλιξε γύρω από τους ώμους μου το πουκάμισο του μένοντας με το κοντομάνικο μπλουζάκι του .Το χέρι του Ντρέιβεν με άφησε .<<Περίμενε εδώ, μην κουνηθεις ,  εάν κανεις έστω και μία κίνηση και δραπετεύσεις θα σε βρω και αυτήν την φορά θα πιω και την τελευταία σταγόνα αίματος από το σώμα σου >>.Και με αυτό βγήκαν όλοι έξω .Κατεύρρευσα για άλλη μία φορά κάτω .Διπλώθηκα στα δύο και αγκάλιασα τα γόνατά μου .Πήρα μερικές βαθιές ανάσες επιχειρώντας να χαλιναγωγήσω την αναπνοή μου και τις παρανοϊκές σκέψεις που είχαν κατακλύσει το μυαλό μου. Κάτι ζεστό κύλησε στον λαιμό μου  .Σήκωσα το χέρι μου και πέρασα διστακτικά τα δάχτυλα μου πάνω απ'το δέρμα μου .Τα έφερα μπροστά στα μάτια μου και έμεινα να κοιτάζω πανικόβλητη το ίδιο μου το αίμα .
Δεν ήταν απλώς δολοφόνοι.
Ήταν αρπακτικά....

† Σκοτεινός-Δεσμός-Αίματος †Hikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin