Ξυπνάω από τον ήχο του κινητού μου.Σήμερα είναι πολύ δύσκολη μέρα.Θα πάω στο καινούριο μου σχολείο,πρέπει να κάνω ένα ντουζ και να ετοιμαστώ.
Στρώνω το ακατάστατο μου κρεβάτι και πάω στο μπάνιο.Βγάζω τις πιτζάμες μου και μπαίνω στο ντουζ.Καθώς πέφτει το ζεστό νερό πάνω μου νιώθω όλο το παρελθόν να χάνεται.
Δεν θέλω να θυμάμαι τον θάνατο της αδερφής μου.Δεν είμαι καλά ψυχολογικά μετά τον θάνατο της.Οι γονείς μου έχουν δυσκολευτεί παρά πολύ μαζί μου.Προσπάθησαν να με βοηθήσουν με ψυχολόγο αλλά δεν το κατάφεραν.Ακόμη επηρεάζομαι από τα όνειρα μου.
Βλέπω κάθε βράδυ το ίδιο όνειρο.Αλλά με διαφορετική σειρά.
Είμαι σε μια κούνια να απολαμβάνω τον ηλιόλουστο καιρό.Η μαμά μου με την υπόλοιπη οικογένεια μου κάθεται απέναντι σε μια καφετέρια.Είμαι μόνη μου αλλά αυτό δεν με πειράζει.Κάποια στιγμή ακούγονται φωνές.Κοιτάω τρομαγμένη γύρω μου και βλέπω να κλέβουν την αδερφή μου.Την έχουν πιάσει από τα πόδια και την βάζουν γρήγορα σε ένα βανακι με άσπρο χρώμα.Βλέπω τους γονείς μου εντελώς αδιάφορους.Τρέχω μέχρι την καφετέρια και βλέπω τους δύο γονείς μου να χαμογελάνε."Μαμά,μπαμπά κλέψανε την Μάρθα..τρέξτε να την γυρίσετε πίσω" ξαφνικά νιώθω την μαμά μου να με κοιτάει.Ο πατέρας μου το ίδιο."Δεν πειράζει αγάπη μου θα πας σύντομα κοντά της".Κάθε βράδυ βλέπω αυτό το συνεχόμενο εφιάλτη από τότε που σκοτώθηκε η αδερφή μου.Μόνο που αλλάζει σειρά.Μερικές φορές βλέπω να κλέβουν την μαμά μου,και άλλες τον μπαμπά μου.Ολα είναι ίδια και το μόνο που αλλάζει είναι το θύμα το οποίο παίρνουν μακριά μου.
Μόλις τελειώνω το ντουζ περνώ την πετσέτα γύρω μου,και κατευθύνομαι προς την ντουλάπα μου.Βγάζω ένα τζιν με μικρά σκισίματα στα γόνατα.
Παίρνω μια κοντομάνικη άσπρη μπλούζα,και ντύνομαι.Φτιάχνω τα μαλλιά μου και βάζω τα μαύρα μου vans.Παίρνω το κινητό μου την τσάντα μου και κατεβαίνω κάτω.
Στην κουζίνα είναι και οι δύο μου γονείς."Καλημέρα" λέω λίγο αγχωμένη για την σημερινή μέρα."Καλημέρα αγάπη μου" μου λέει ο μπαμπάς μου και με αγκαλιάζει ανταποδίδω την αγκαλιά.Με αφήνει πίνει μια γουλιά από τον καφέ του και μας χαιρετάει.
"Τι κάνεις πως κοιμήθηκες;" με ρωτάει η μαμά μου με περιέργεια καθώς τα χέρια της απασχολούνται με το πρωινό μου."Ως συνήθως" της απαντάω σιγά και με κοιτάει με λύπη.
Θέλουν και οι δύο πολύ να με βοηθήσουν αλλά κανένας και τίποτα δεν μπορεί.Η αδερφή μου και εγώ ήμασταν οι καλύτερες φίλες λέγαμε τα πάντα και μοιραζόμασταν τα πάντα.Χωρίς τσακωμούς.
