Κεφάλαιο 27

196 25 5
                                    

Μεριά Θάνου.

Ταξιδεύουμε με το τρένο. Το βαγόνι είναι σχεδόν άδειο. Η Σία έχει γυρει πάνω μου. Την έχει πάρει ο ύπνος. Ξέρω πως έχει αποκοιμηθει και δεν κοιμάται κανονικά. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Μετά από όλα αυτά που πέρασε. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο το ξημέρωμα.

Κι Εντάξει φύγαμε.

Που πάμε τώρα;

Τι θα κάνουμε;

Κι αν μας βρουν;

Πως γίναμε έτσι;

Κοιτώ την Σία. Φοράει το ροζ φόρεμά της. Έχει αρχίσει να λερώνεται στο κάτω μέρος. Τρέχουμε συνέχεια κι από ότι φαίνεται θα συνεχίσουμε.

Δεν της αξίζει όλο αυτό.

Τι θα κάνουμε;

Το τηλέφωνο χτυπάει.

Είναι ο Πέτρος.

Η Σία ξύπνα.

Το σηκώνω.

Μεριά Σίας.

Ακούω το χτύπημα του τηλεφώνου. Ο Θάνος το σηκώνει. Αρχίζει να χλωμιαζει. Δεν μιλάει. Σε λίγο το κλείνει. Με κοιτάζει. Τον κοιτώ. Είναι χλωμός.

"Τι έγινε;" ρωτάω τρομαγμένη αλλά ήσυχη. Η καρδιά μου έχει δεθεί κόμπος όσο δεν μου απαντάει.

"Μίλα μωρέ Θάνο." Ζήτησα

"Ο Πέτρος ήταν. Είπε πως...." Λέει και κάνει μια παύση.

"Και τι σου είπε ο Πέτρος;" ρώτησα ανήσυχη.

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

"Ο πατέρας σου κι ο Θέμης πήγαν στην αστυνομία. Με δήλωσε απαγωγέα σου. Είπαν πως σε απήγαγα. Ο Θέμης έχει ήδη επικοινωνήσει κι έχει βάλει ανθρώπους του στην μισή Ευρώπη." Λέει αφήνοντας την ανάσα.

Δεν μιλώ. Το ίδιο κι εκείνος.

"Μπορείς να γυρίσεις πίσω . Χρήματα έχεις." Λέει και σηκώνεται όρθιος.

"Θάνο, δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Θέλω να μείνω μαζί σου. Κι ας κινδυνεύω. Ας τρέχω θα μείνω." Είπα.

Κάθισε δίπλα μου και με αγκάλιασε.

"Σε αγαπάω τόσο πολύ. Δεν θέλω το κακό σου. " Ψιθύρισε στο αφτί μου.

"Κι εγώ σε αγαπάω. Και ξέρω ότι δεν θέλεις το κακό μου. Να ξέρεις πως όλα θα φτιάξουν με τον καιρό. Ναι;" είπα και κούνησε θετικά το κεφάλι.

Το τρένο σφύριξε. Αποφασίσαμε να κατέβουμε.

Ευτυχώς είμαστε ακόμη Ελλάδα. Είμαστε στην Ξάνθη. Λίγο πριν κατέβουμε, ο Θάνος έβγαλε από τη βαλίτσα μια μακριά ζακέτα και ένα μακρύ μαντίλι. Το τύλιξα γύρω από το κεφάλι μου. Εκείνος φόρεσε γυαλιά κι ένα καπέλο.

Περπατούσαμε με το κεφάλι σκυμμένο. Περπατούσαμε γρήγορα. Μπήκαμε σε ένα ταξί. Καθίσαμε στο πίσω μέρος. Ο Θάνος μίλησε σπαστά Ελληνικά. Είπε ένα περίεργο μέρος. Άνοιξε ξανά τη βαλίτσα. Μου έδωσε ένα χαρτί κι έναν χάρτη.

"Κατέβα" μου ψιθύρισε πολύ σιγανά.

Τον υπακουσα.

Κατέβηκα.

Το ταξί έφυγε.

Κοίταξα τριγύρω μου. Ερημιά.

Άνοιξα το χαρτί.

"Θα τα πούμε στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινε στο μέρος που σου έχω κυκλωσει. Δεν απέχει πολύ από το μέρος που σε αφήσαμε. Θα βρεις δικούς μου ανθρώπους που θα σε φέρουν κοντά μου. Μην ανησυχείς για εμένα.
Να προσέχεις."

Άρχισα κι εγώ να κατευθύνομαι εκεί που δείχνει ο χάρτης.

Το Καλό Αργεί Να Έρθει [Wattys2016]Donde viven las historias. Descúbrelo ahora