Τα δάκρυα είχαν πια στερέψει όμως οι σκέψεις ακόμα βασάνιζαν το μυαλό μου. Όλα τα ψέμματα που είχα ξεστομίσει με έκαναν να σιχαίνομαι τον εαυτό μου. Όχι όμως πιο πολύ από το γεγονός ότι την είχα φιλήσει και μου άρεσε. Δεν έπρεπε να το είχα απολαύσει, δεν έπρεπε να νιώθω έτσι και πάνω από όλα δεν έπρεπε να θέλω να γυρίσω πίσω. Προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλο αυτό ήταν κάτι προσωρινό, ένα απλό παιχνίδι της εφηβείας όμως κατάλαβα ότι είχε σταματήσει να είναι κάτι ασήμαντο την στιγμή που τα χείλη μου ήρθαν σε επαφή με τα δικά της. Μισούσα τον εαυτό μου που το ήθελα αυτό γιατί δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι θα την ήθελα ποτέ τόσο πολύ.
Σιχαινόμουν την Άστερ τόσο πολύ που ήθελα να εξαφανιστεί από προσώπου γης, δεν ήθελα να χαθώ μέσα στο όμορφο χρώμα των ματιών της ποτέ ξανά. Το γεγονός ότι δεν ήξερα τι σκεφτόταν, τι ήθελε και τι εννοούσε με τις διπολικές της πράξεις με οδηγούσε στην τρέλα. Θα ήταν πιο εύκολο αν δεν ένιωθα έτσι, αν μπορούσα να βρω απλά ένα αγόρι και να φτιάξω ένα μέλλον μαζί του. Όλα θα ήταν τέλεια τότε, η κατάσταση μου δεν θα ήταν περίπλοκη.
Όμως αντί να έχω κάτι συνηθισμένο και απλό μετά από ότι είχε συμβεί είχα βρει καταφύγιο κάτω από το σκέπαστρο της στάσης του λεωφορείου το οποίο δεν έδειχνε σημάδι να έρχεται. Η βροχή δεν είχε κοπάσει καθόλου και έτσι το να γύριζα σπίτι με τα πόδια δεν αποτελούσε επιλογή. Έσφιξα το σακάκι της Άστερ πάνω από το σώμα μου και αγκάλιασα τα πόδια μου αναζητώντας ζεστασιά. Πολλά αμάξια είχαν περάσει τόσο κοντά στην στάση που μερικά από αυτά κατάφεραν να ρίξουν το βρόμικο νερό της βροχής πάνω μου.
Είχα χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας όταν ένα μαύρο μεγάλο αμάξι σταμάτησε μπροστά από την στάση και άνοιξε το παράθυρο του. Στην αρχή φοβήθηκα και αγκάλιασα ακόμα πιο σφιχτά τα πόδια μου όμως όταν είδα τον Ντίλαν να μου νεύει να μπω μέσα στο αμάξι παραλίγο να κλάψω από την χαρά μου. Αμέσως σηκώθηκα και μπήκα στην θέση του συνοδηγού χωρίς δεύτερη σκέψη. Η ζεστασιά από το κλιματιστικό του αμαξιού με έκανε να αισθανθώ καλύτερα και το τρέμουλο στα χέρια μου σιγά σιγά σταμάτησε.
''Αμαρυλλίς τι σύμπτωση'' χαμογέλασε ο Ντίλαν και έβαλε μπροστά το αμάξι.
''Ντίλαν άμα δεν είχες βρει θα είχα πάθει κρίση πανικού'' είπα απελπισμένη και κούνησα το κεφάλι μου ''Σε ευχαριστώ πάρα πολύ αλλά πως με βρήκες;''.
''Θα πήγαινα έτσι και αλλιώς να πάρω τον Φιν να πάμε για καφέ και η στάση ήταν στο δρόμο μου. Όταν σε είδα στην στάση θυμήθηκα ότι η Σούζαν μου είχα πει ότι θα πήγαινες στην Ντέιβις για εργασία σήμερα'' απάντησε και κράτησε τα μάτια του καρφωμένα μπροστά στον δρόμο.
ESTÁS LEYENDO
Ένα μπουκέτο Αμαρυλλίς και Άστερ
Novela Juvenil「Βρισκόμαστε στο τέλος της αιωνιότητας, ανάμεσα στην μοναξιά και στον φόβο, κοντά στο ποτέ. Και δεν θέλω να είμαι μόνη όταν φτάσουμε στο τέλος」 ➵Πρώτη θέση στην κατηγορία ολοκληρωμένου βιβλίου στα GBAAwards ▪2018 ➵Δεύτερη θέση στην κατηγορία Εφηβική...