Κεφάλαιο 27

1.4K 144 35
                                    

Από μικρή μία απο τις απορίες μου, εκείνες τις παιδικές απορίες που συνήθως πολλοί γελάν στο άκουσμα τους, ήταν ο λόγος που ζούμε. Ποιο ακριβώς είναι το νόημα του να σηκώνεσαι και να κάνεις αυτά που κάνεις και στο τέλος να κοιμάσαι, ξανά και ξανά, μέχρι να πεθάνεις; Για ποιο λόγο η Γη γυρνά με τον τρόπο που γυρνά και όχι με κάποιον άλλον και γιατί υπάρχουν οι πλανήτες και τι θα πει ατελείωτος χώρος; Βέβαια ο ενθουσιασμός, η γοητεία για την αναζήτηση της αλήθειας κρατούσε μόνο λίγα λεπτά, μέχρι που η παιδική μου ψυχή προσγειωνόταν.

Απ' όλες αυτές τις ερωτήσεις κατάφερα στην ζωή μου να απαντήσω μοναχά την πρώτη, αν μπορεί να θεωρηθεί απάντηση αυτό που νιώθω. Γιατί ο λόγος που ζεις δεν τον βρίσκεις στην λογική ή στην αναζήτηση της αλήθειας παρά στις στιγμές και στο συναίσθημα. Την πρώτη στιγμή που συνειδητοποίησα πως είμαι ζωντανή, πως όντως υπάρχω και είμαι εγώ και όχι κάποια άλλη ήταν ένα καλοκαίρι που τα αστέρια ήταν πολύ περισσότερα απο κάθε άλλη νύχτα. Ξαπλωμένη ανάμεσα στην Καλλιόπη και τον Αλέξανδρο με το κρύο αεράκι να χτυπά το γυμνό μου στομάχι και τα πόδια μου βυθισμένα βαθιά μέσα στην άμμο, με το τραγούδι μας να ηχήται στο πίσω μέρος της στιγμής ένιωσα παράξενα. Ένιωσα απέραντη λες και τίποτα δεν θα μπορούσε να τελειώσει εκείνη την στιγμή και χαρούμενη που έτυχε να την ζήσω και λυπημένη που θα τελείωνε και ενθουσιασμένη που ήμουν εγώ και όχι κάποια άλλη και θυμωμένη γιατί ήξερα πως κι άλλοι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι την είχαν ζήσει με διαφορετικό τρόπο.

Ύστερα  ένιωσα ξανά πραγματικά ζωντανή με τον πατέρα μου. Ένα μεσημέρι τρώγαμε στο τραπέζι ο ένας απέναντι απο τον άλλον, τα κουρασμένα του μάτια να με κοιτούν με λύπηση. Μόλις είχε φύγει η μαμά μου και είχα σταματήσει να μιλάω για τις ημέρες που ακολούθησαν, λες και οι λέξεις δεν είχαν σημασία εφόσον εκείνη δεν βρισκόταν δίπλα μου να τις ακούσει, λες και δεν είχε τίποτε σημασία. Μαζί με εκείνη όμως είχαν εξαφανιστεί και κάθε έσοδο μας εκείνη την περίοδο, ο μπαμπάς ήταν άνεργος και εκείνη ήταν η μόνη που μπορούσε να μας στηρίξει. Έτσι απο το κακό πήγαμε στο χειρότερο, απο τα μακαρόνια που πωλούνταν με έκπτωση  πήγαμε στο ρύζι και το μπαγιάτικο ψωμί και αν ο μπαμπάς μου δεν έβρισκε σύντομα δουλειά σε λίγο καιρό δεν θα είχα ούτε καν αυτά. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι όντως ήμουν ζωντανή και εκείνο το αβάσταχτο συναίσθημα, της λησμονιάς, της κατάθλιψης και της πείνας ταυτόχρονα δεν συνέβαινε σε κάποιος άλλο παρά σε εμένα. Δεν ήμουν η πρώτη ούτε η τελευταία, όμως ήμουν μία απο εκείνους. Ήμουν εκεί και έπρεπε να προχωρήσω. 

Ένα μπουκέτο Αμαρυλλίς και ΆστερOù les histoires vivent. Découvrez maintenant