41. All I need is family

56 11 1
                                    

Damien's POV

Έπεσα στα γόνατα ανήμπορος. Ένιωθα τα δάκρυα να ανεβαίνουν σιωπηλά στα μάτια μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν τα εμπόδισα. Ο πατέρας μου έτρεξε στο πλευρό μου και τύλιξε τα χέρια του γύρω μου σε μια σφιχτή αγκαλιά. Δεν μίλησε. Δεν είπε τίποτα. Μόνο με αγκάλιασε κάνοντας τον πόνο μου ακόμη πιο δυσβάστακτο. Πρώτη φορά έδειχνε τρυφερότητα και έπρεπε να είναι την μέρα που η νεκρή καρδιά μου χτυπούσε ακανόνιστα από το πόνο. Ο Τσακ έφτασε στην πόρτα αντικρίζοντας το βομβαρδισμένο τοπίο που είχε αφήσει πίσω της η Λίλιθ.

«Τι έγινε εδώ?» ρώτησε και το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μένα. Έτρεξε γρήγορα στο πλάι μου και με χάιδεψε στην πλάτη. «Ντέιμιεν?» ακούστηκε αβέβαιος. Πρώτη φορά με έβλεπε έτσι. Τα είχα κάνει... δεν υπήρχε λέξη να περιγράψει την κατάσταση. Είχα πάντως καταστρέψει ανεπιστρεπτί ότι πιο ωραίο είχε έρθει στην ζωή μου. Κατάπια έναν λυγμό την στιγμή που άκουγα τους κεραυνούς να πέφτουν δίπλα μας. Η Λίλιθ. Πονούσε όσο και εγώ. Το ένιωθα. Ένιωθα τον πόνο της να με κατακλύζει. Είχα δει το μίσος της όταν με είχε δει να σπρώχνω την Τρέισι από πάνω μου. Το αίμα της πότιζε το χαλί και δεν μπορούσα να νιώσω ούτε σπιθαμή ενοχές. Αν δεν το είχε κάνει η Λίλιθ θα το είχα κάνει εγώ. Θεέ μου τα μάτια της! Καθαρό λευκό. Δεν ήταν η μαινάδα αυτή. Δεν είχε κυριευτεί στιγμή. Ότι είχε κάνει, το είχε κάνει ενώ ήταν ο εαυτός της. Προσευχόμουν αύριο να μην είχε τύψεις. Προσευχόμουν ότι είχε γίνει να μην άφηνε στίγμα στην αθώα της ψυχή αλλά δεν υπήρχε ελπίδα για αυτό. Προσευχόμουν να ήθελε να με ξαναδεί. Να με άφηνε να της εξηγήσω. Δεν ήταν όπως φαινόταν. Αλλά τι προσπαθούσα? Και εγώ στην θέση της δεν θα άκουγα.

«Με μισεί.» ήταν ότι κατάφερα να ψελλίσω. Γιατί τόσος πόνος? Δεν είχα κάνει τίποτα γιατί έπρεπε να πληρώνω για τις βλακείες των άλλων?

«Μπορώ να καταλάβω τον λόγο.» είπε κοιτώντας το άψυχο σώμα της Τρέισι. «Τι έγινε?»

Κανείς μας δεν μίλησε. Εγώ όμως είχα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον όχι όμως στον πατέρα μου ή τον Τσακ. Δεν ήξερα τι ήθελα. Ήθελα μόνο να σταματήσει αυτό το μαχαίρι που έκοβε στα δυο το στήθος μου. Να σταματούσα να αισθάνομαι μισός. Να ηρεμούσα την ψυχή μου που ένιωθε σάπια. Ο πατέρας μου σηκώθηκε απρόθυμα και χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Τσακ έκανε να με πιάσει αλλά σηκώθηκα στο λεπτό.

«Πρέπει να την βρω. Έφυγε σαν τρελή.» Κοίταξα από το παράθυρο τον χαλασμό. «Πρέπει να την ηρεμήσω.» Το χέρι του Τσακ έσφιξε τον ώμο μου με απέτρεψε από το να κάνω άλλο βήμα.

Lilith:Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριούDonde viven las historias. Descúbrelo ahora