40. Wrong answer

71 11 0
                                    

Damien's POV

Οι ακτίνες του ήλιου εισέβαλαν απρόσκλητες μέσα από τα κλειστά μου βλέφαρα. Τι βάναυσο ξύπνημα! Για αυτό δεν μου άρεσαν τα πρωινά. Έκανα να κινηθώ όμως τα κόκκαλα μου παραπονιόντουσαν σθεναρά. Τεντώθηκα και ένιωσα ένα χέρι μπλεγμένο με το δικό μου. Γύρισα να κοιτάξω το κοιμισμένο σώμα της Λίλιθ δίπλα μου και εικόνες από την χθεσινή νύχτα μαζί της κατέκλυσαν το μυαλό μου χαρίζοντας μου ένα πλατύ χαμόγελο. Χάιδεψα τα δάχτυλα της με τα δικά μου πριν απομακρύνω απαλά το χέρι μου. Έσφιξε τα βλέφαρα της και άλλαξε θέση γυρνώντας μου την πλάτη της. Αν εχθές στο φεγγαρόφωτο ήταν θεϊκή, στο φως του ήλιου έμοιαζε εκθαμβωτική. Το λευκό της δέρμα γυάλιζε σαν διαμάντι καθώς έπεφτε το φως πάνω της και αναστέναξα νιώθοντας ένα πλάκωμα στο στήθος. Ήταν όντως δικός μου αυτός ο άγγελος? Εχθές μου το είχε αποδείξει ότι ανήκε σε μένα. Τα σημάδια μου ήταν ακόμη φρέσκα στο σώμα της. Η πλάτη και τα πλευρά της ήταν καλυμμένα με μελανιές από το σφιχτό μου κράτημα. Το σώμα μου με ικέτευε να σύρω τα χέρια μου πάνω στο κορμί της ξανά αλλά δεν υπέκυψα στον πειρασμό. Δεν ήθελα να ενοχλήσω τον ύπνο της. Ήξερα ότι ήταν σπάνιες οι μέρες που δεν ξυπνούσε ουρλιάζοντας από ματωμένους εφιάλτες. Σηκώθηκα αργά και αθόρυβα, έβαλα μια καθαρή φόρμα και κατέβηκα στην κουζίνα. Βρήκα την Μάγια να ψήνει τηγανίτες. Πήγα δίπλα της και της έσκασα ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο. Γύρισε και με κοίταξε χαμογελώντας.

«Τι τρέχει μικρέ? Γιατί τόσα κέφια?» Άρπαξα ένα μήλο από την φρουτιέρα και το δάγκωσα χαμογελαστά. Η Μάγια γέλασε και γύρισε τις τηγανίτες. «Μην την πληγώσεις Ντέιμιεν.» είπε σοβαρά και με κοίταξε. Το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη μου μεμιάς.

«Ποτέ δεν θα το έκανα αυτό.» της απάντησα το ίδιο σοβαρά. Με χάιδεψε με το χέρι της στο μάγουλο μου.

«Το ξέρω αγόρι μου. Όχι επίτηδες τουλάχιστον.»

«Μην χτυπάς τους φόβους μου Μάγια.» της είπα και απομακρύνθηκα από κοντά της. Το φοβόμουν αυτό. Τα λόγια της παίζανε σε λούπα στο κεφάλι μου. 'Δεν είμαι η Κάρολαιν.' , 'Δεν θα σε πληγώσω.', 'Σε θέλω.'. Όλα τα άκουγα ξανά και ξανά και ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια. Το είχα δει στα μάτια της όταν εμφανίστηκε στο δωμάτιο μου. Ήθελα να είναι αλήθεια. «Που είναι ο μπαμπάς?» ρώτησα βλέποντας το άδειο σαλόνι και καθόλου έτοιμο καφέ.

«Δεν έμεινε εδώ. Ευτυχώς δηλαδή γιατί πως θα εξηγούσες τις φωνές και τους ήχους από τα σπασμένα αντικείμενα?» Γέλασα ένοχα.

Lilith:Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριούDove le storie prendono vita. Scoprilo ora